Ancient Greek-English Dictionary Language

θηριώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θηριώδης θηριώδες

Structure: θηριωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. full of wild beasts, infested by them
  2. beast-like, wild, savage, brutal, the animal nature

Examples

  • ἄξιον εἶναι δεδιέναι μὴ τῶν θηρίων ἐπιλιπόντων τῷ ἀνθρώπῳ θηριώδησ ὁ βίοσ αὐτοῦ γένηται καὶ ἄποροσ καὶ ἀνήμεροσ. (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 2 1:3)
  • "πότ’ οὖν ἔσται θηριώδησ καὶ ἄγριοσ καὶ ἄμικτοσ ἡμῶν ὁ βίοσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 30 1:4)
  • ὁ δὲ καὶ πρὸσ τὰ χερσαῖα τῷ λόγῳ τούτῳ χρώμενοσ ἀπηνὴσ καὶ θηριώδησ ἢ μηδὲ Λυσιμάχῳ τι γεγονέναι φήσῃ πρὸσ τὸν κύνα τὸν Ὑρκανὸν δίκαιον, ὃσ νεκρῷ τε μόνοσ παρέμεινεν αὐτῷ καί, καομένου τοῦ σώματοσ, ἐνδραμὼν αὐτὸσ; (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 14 3:1)
  • ὡσ δὲ ἦν ἀνήκεστοσ καὶ θηριώδησ καὶ πολλὴ μὲν ὠμότησ αὐτοῦ, πολλὴ δὲ ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία κατηγορεῖτο, τραχυνομένου τοῦ Πελοπίδου πρὸσ αὐτὸν καὶ χαλεπαίνοντοσ ἀποδρὰσ ᾤχετο μετὰ τῶν δορυφόρων. (Plutarch, Pelopidas, chapter 26 2:2)
  • Ἀμισώδαροσ γάρ, ὥσ φασιν, ὃν Ἰσάραν Λύκιοι καλοῦσιν, ἧκεν ἐκ τῆσ περὶ Ζέλειαν ἀποικίασ Λυκίων, λῃστρίδασ ἄγων ναῦσ, ὧν Χίμαρροσ ἡγεῖτο, πολεμιστὴσ μὲν ἀνὴρ ὠμὸσ δὲ καὶ θηριώδησ. (Plutarch, Mulierum virtutes, 2)

Synonyms

  1. full of wild beasts

  2. beast-like

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION