헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεμιστεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεμιστεύω θεμιστεύσω

형태분석: θεμιστεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qe/mis

  1. 지배하다, 통치하다, 관리하다, 다스리다
  1. to declare law and right, to claim right over, to govern
  2. to give by way of answer or oracle, to deliver oracles

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεμιστεύω

(나는) 지배한다

θεμιστεύεις

(너는) 지배한다

θεμιστεύει

(그는) 지배한다

쌍수 θεμιστεύετον

(너희 둘은) 지배한다

θεμιστεύετον

(그 둘은) 지배한다

복수 θεμιστεύομεν

(우리는) 지배한다

θεμιστεύετε

(너희는) 지배한다

θεμιστεύουσιν*

(그들은) 지배한다

접속법단수 θεμιστεύω

(나는) 지배하자

θεμιστεύῃς

(너는) 지배하자

θεμιστεύῃ

(그는) 지배하자

쌍수 θεμιστεύητον

(너희 둘은) 지배하자

θεμιστεύητον

(그 둘은) 지배하자

복수 θεμιστεύωμεν

(우리는) 지배하자

θεμιστεύητε

(너희는) 지배하자

θεμιστεύωσιν*

(그들은) 지배하자

기원법단수 θεμιστεύοιμι

(나는) 지배하기를 (바라다)

θεμιστεύοις

(너는) 지배하기를 (바라다)

θεμιστεύοι

(그는) 지배하기를 (바라다)

쌍수 θεμιστεύοιτον

(너희 둘은) 지배하기를 (바라다)

θεμιστευοίτην

(그 둘은) 지배하기를 (바라다)

복수 θεμιστεύοιμεν

(우리는) 지배하기를 (바라다)

θεμιστεύοιτε

(너희는) 지배하기를 (바라다)

θεμιστεύοιεν

(그들은) 지배하기를 (바라다)

명령법단수 θεμίστευε

(너는) 지배해라

θεμιστευέτω

(그는) 지배해라

쌍수 θεμιστεύετον

(너희 둘은) 지배해라

θεμιστευέτων

(그 둘은) 지배해라

복수 θεμιστεύετε

(너희는) 지배해라

θεμιστευόντων, θεμιστευέτωσαν

(그들은) 지배해라

부정사 θεμιστεύειν

지배하는 것

분사 남성여성중성
θεμιστευων

θεμιστευοντος

θεμιστευουσα

θεμιστευουσης

θεμιστευον

θεμιστευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεμιστεύομαι

(나는) 지배된다

θεμιστεύει, θεμιστεύῃ

(너는) 지배된다

θεμιστεύεται

(그는) 지배된다

쌍수 θεμιστεύεσθον

(너희 둘은) 지배된다

θεμιστεύεσθον

(그 둘은) 지배된다

복수 θεμιστευόμεθα

(우리는) 지배된다

θεμιστεύεσθε

(너희는) 지배된다

θεμιστεύονται

(그들은) 지배된다

접속법단수 θεμιστεύωμαι

(나는) 지배되자

θεμιστεύῃ

(너는) 지배되자

θεμιστεύηται

(그는) 지배되자

쌍수 θεμιστεύησθον

(너희 둘은) 지배되자

θεμιστεύησθον

(그 둘은) 지배되자

복수 θεμιστευώμεθα

(우리는) 지배되자

θεμιστεύησθε

(너희는) 지배되자

θεμιστεύωνται

(그들은) 지배되자

기원법단수 θεμιστευοίμην

(나는) 지배되기를 (바라다)

θεμιστεύοιο

(너는) 지배되기를 (바라다)

θεμιστεύοιτο

(그는) 지배되기를 (바라다)

쌍수 θεμιστεύοισθον

(너희 둘은) 지배되기를 (바라다)

θεμιστευοίσθην

(그 둘은) 지배되기를 (바라다)

복수 θεμιστευοίμεθα

(우리는) 지배되기를 (바라다)

θεμιστεύοισθε

(너희는) 지배되기를 (바라다)

θεμιστεύοιντο

(그들은) 지배되기를 (바라다)

명령법단수 θεμιστεύου

(너는) 지배되어라

θεμιστευέσθω

(그는) 지배되어라

쌍수 θεμιστεύεσθον

(너희 둘은) 지배되어라

θεμιστευέσθων

(그 둘은) 지배되어라

복수 θεμιστεύεσθε

(너희는) 지배되어라

θεμιστευέσθων, θεμιστευέσθωσαν

(그들은) 지배되어라

부정사 θεμιστεύεσθαι

지배되는 것

분사 남성여성중성
θεμιστευομενος

θεμιστευομενου

θεμιστευομενη

θεμιστευομενης

θεμιστευομενον

θεμιστευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεμιστεύσω

(나는) 지배하겠다

θεμιστεύσεις

(너는) 지배하겠다

θεμιστεύσει

(그는) 지배하겠다

쌍수 θεμιστεύσετον

(너희 둘은) 지배하겠다

θεμιστεύσετον

(그 둘은) 지배하겠다

복수 θεμιστεύσομεν

(우리는) 지배하겠다

θεμιστεύσετε

(너희는) 지배하겠다

θεμιστεύσουσιν*

(그들은) 지배하겠다

기원법단수 θεμιστεύσοιμι

(나는) 지배하겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοις

(너는) 지배하겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοι

(그는) 지배하겠기를 (바라다)

쌍수 θεμιστεύσοιτον

(너희 둘은) 지배하겠기를 (바라다)

θεμιστευσοίτην

(그 둘은) 지배하겠기를 (바라다)

복수 θεμιστεύσοιμεν

(우리는) 지배하겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοιτε

(너희는) 지배하겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοιεν

(그들은) 지배하겠기를 (바라다)

부정사 θεμιστεύσειν

지배할 것

분사 남성여성중성
θεμιστευσων

θεμιστευσοντος

θεμιστευσουσα

θεμιστευσουσης

θεμιστευσον

θεμιστευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεμιστεύσομαι

(나는) 지배되겠다

θεμιστεύσει, θεμιστεύσῃ

(너는) 지배되겠다

θεμιστεύσεται

(그는) 지배되겠다

쌍수 θεμιστεύσεσθον

(너희 둘은) 지배되겠다

θεμιστεύσεσθον

(그 둘은) 지배되겠다

복수 θεμιστευσόμεθα

(우리는) 지배되겠다

θεμιστεύσεσθε

(너희는) 지배되겠다

θεμιστεύσονται

(그들은) 지배되겠다

기원법단수 θεμιστευσοίμην

(나는) 지배되겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοιο

(너는) 지배되겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοιτο

(그는) 지배되겠기를 (바라다)

쌍수 θεμιστεύσοισθον

(너희 둘은) 지배되겠기를 (바라다)

θεμιστευσοίσθην

(그 둘은) 지배되겠기를 (바라다)

복수 θεμιστευσοίμεθα

(우리는) 지배되겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοισθε

(너희는) 지배되겠기를 (바라다)

θεμιστεύσοιντο

(그들은) 지배되겠기를 (바라다)

부정사 θεμιστεύσεσθαι

지배될 것

분사 남성여성중성
θεμιστευσομενος

θεμιστευσομενου

θεμιστευσομενη

θεμιστευσομενης

θεμιστευσομενον

θεμιστευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεμίστευον

(나는) 지배하고 있었다

ἐθεμίστευες

(너는) 지배하고 있었다

ἐθεμίστευεν*

(그는) 지배하고 있었다

쌍수 ἐθεμιστεύετον

(너희 둘은) 지배하고 있었다

ἐθεμιστευέτην

(그 둘은) 지배하고 있었다

복수 ἐθεμιστεύομεν

(우리는) 지배하고 있었다

ἐθεμιστεύετε

(너희는) 지배하고 있었다

ἐθεμίστευον

(그들은) 지배하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεμιστευόμην

(나는) 지배되고 있었다

ἐθεμιστεύου

(너는) 지배되고 있었다

ἐθεμιστεύετο

(그는) 지배되고 있었다

쌍수 ἐθεμιστεύεσθον

(너희 둘은) 지배되고 있었다

ἐθεμιστευέσθην

(그 둘은) 지배되고 있었다

복수 ἐθεμιστευόμεθα

(우리는) 지배되고 있었다

ἐθεμιστεύεσθε

(너희는) 지배되고 있었다

ἐθεμιστεύοντο

(그들은) 지배되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "αἱ δὲ τῶν ἱερείων κατασπείσεισ τί βούλονται, καὶ τὸ μὴ θεμιστεύειν, ἐὰν μὴ τὸ ἱερεῖον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται καὶ κραδανθῇ κατασπενδόμενον; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 4610)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 4610)

  • "οἱ γὰρ ἱερεῖσ καὶ ὅσιοι θύειν φασὶ τὸ ἱερεῖον καὶ κατασπένδειν καὶ τὴν κίνησιν αὐτοῦ καὶ τὸν τρόμον ἀποθεωρεῖν, ἑτέρου τίνοσ τοῦτο σημεῖον ἢ τοῦ θεμιστεύειν τὸν θεὸν λαμβάνοντεσ; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 492)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 492)

  • "ἐγὼ δέ, κἂν ᾖ βέβαιον ὅτι σημεῖόν ἐστι τοῦ θεμιστεύειν τὸ σείσασθαι καὶ τοῦ μὴ θεμιστεύειν τοὐναντίον, οὐχ ὁρῶ τί συμβαίνει δυσχερὲσ ἀπ’ αὐτοῦ τοῖσ εἰρημένοισ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 499)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 499)

  • καὶ κατὰ τύχην ἡμερῶν ἀποφράδων οὐσῶν, ἐν αἷσ οὐ νενόμισται θεμιστεύειν, πρῶτον μὲν ἔπεμπε παρακαλῶν τὴν πρόμαντιν. (Plutarch, Alexander, chapter 14 4:2)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 14 4:2)

유의어

  1. to give by way of answer or oracle

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION