헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προτελέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προτελέω προτελέσω

형태분석: προ (접두사) + τελέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pay as toll or tribute, to pay or expend beforehand
  2. to initiate or instruct beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προτελῶ

προτελεῖς

προτελεῖ

쌍수 προτελεῖτον

προτελεῖτον

복수 προτελοῦμεν

προτελεῖτε

προτελοῦσιν*

접속법단수 προτελῶ

προτελῇς

προτελῇ

쌍수 προτελῆτον

προτελῆτον

복수 προτελῶμεν

προτελῆτε

προτελῶσιν*

기원법단수 προτελοῖμι

προτελοῖς

προτελοῖ

쌍수 προτελοῖτον

προτελοίτην

복수 προτελοῖμεν

προτελοῖτε

προτελοῖεν

명령법단수 προτέλει

προτελείτω

쌍수 προτελεῖτον

προτελείτων

복수 προτελεῖτε

προτελούντων, προτελείτωσαν

부정사 προτελεῖν

분사 남성여성중성
προτελων

προτελουντος

προτελουσα

προτελουσης

προτελουν

προτελουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προτελοῦμαι

προτελεῖ, προτελῇ

προτελεῖται

쌍수 προτελεῖσθον

προτελεῖσθον

복수 προτελούμεθα

προτελεῖσθε

προτελοῦνται

접속법단수 προτελῶμαι

προτελῇ

προτελῆται

쌍수 προτελῆσθον

προτελῆσθον

복수 προτελώμεθα

προτελῆσθε

προτελῶνται

기원법단수 προτελοίμην

προτελοῖο

προτελοῖτο

쌍수 προτελοῖσθον

προτελοίσθην

복수 προτελοίμεθα

προτελοῖσθε

προτελοῖντο

명령법단수 προτελοῦ

προτελείσθω

쌍수 προτελεῖσθον

προτελείσθων

복수 προτελεῖσθε

προτελείσθων, προτελείσθωσαν

부정사 προτελεῖσθαι

분사 남성여성중성
προτελουμενος

προτελουμενου

προτελουμενη

προτελουμενης

προτελουμενον

προτελουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προτελέσω

προτελέσεις

προτελέσει

쌍수 προτελέσετον

προτελέσετον

복수 προτελέσομεν

προτελέσετε

προτελέσουσιν*

기원법단수 προτελέσοιμι

προτελέσοις

προτελέσοι

쌍수 προτελέσοιτον

προτελεσοίτην

복수 προτελέσοιμεν

προτελέσοιτε

προτελέσοιεν

부정사 προτελέσειν

분사 남성여성중성
προτελεσων

προτελεσοντος

προτελεσουσα

προτελεσουσης

προτελεσον

προτελεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προτελέσομαι

προτελέσει, προτελέσῃ

προτελέσεται

쌍수 προτελέσεσθον

προτελέσεσθον

복수 προτελεσόμεθα

προτελέσεσθε

προτελέσονται

기원법단수 προτελεσοίμην

προτελέσοιο

προτελέσοιτο

쌍수 προτελέσοισθον

προτελεσοίσθην

복수 προτελεσοίμεθα

προτελέσοισθε

προτελέσοιντο

부정사 προτελέσεσθαι

분사 남성여성중성
προτελεσομενος

προτελεσομενου

προτελεσομενη

προτελεσομενης

προτελεσομενον

προτελεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION