Ancient Greek-English Dictionary Language

προτέλειος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προτέλειος προτέλειον

Structure: προτελει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/los

Sense

  1. before consecration, a sacrifice offered before any solemnity, as an offering in behalf of, a sacrifice before, marriage
  2. a beginning, preliminary

Examples

  • ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τοῦ πρώτου δείπνου, ἢν ,δοκῇ, ὅ σε εἰκὸσ δειπνήσειν τὰ προτέλεια τῆσ μελλούσησ συνουσίασ. (Lucian, De mercede, (no name) 13:7)
  • νύμφαισ τὰ προτέλεια θύσουσα, τότε δὴ συνδραμόντεσ πάντεσ οἱ λοχῶντεσ ἐκείνῳ συνελάμβανον αὐτήν. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 1 9:1)
  • προτέλεια δ’ ἤδη παιδὸσ ἔσφαξασ θεᾷ; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 4:4)
  • πῶσ δὲ φωσφόρεια, βακχεῖα, προτέλεια γάμων ἄξομεν, μὴ ἀπολιπόντεσ μηδὲ βακχεῖσ καὶ φωσφόρουσ καὶ προηροσίουσ καὶ σωτῆρασ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 22 5:2)
  • εἰ γὰρ Φάωνα δεῖσθ’ ἰδεῖν, προτέλεια δεῖ ὑμᾶσ ποιῆσαι πολλὰ πρότερον τοιαδί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 582)

Synonyms

  1. a beginning

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION