헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπτύσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπτύσσω προσπτύξω

형태분석: προς (접두사) + πτύσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 안다, 품다
  2. 안다, 거치적거리다, 품다, 고수하다, 고집하다, 매달리다, 마음에 품다
  3. 있다, 맞이하다, 간청하다, 안다, 품다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 말하다
  1. to embrace
  2. to fold itself close to
  3. to fold to one's bosom, clasp, embrace, will press, to my lips, to cling to
  4. to embrace, greet warmly, welcome, to address, to, to entreat, importune, to welcome

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύσσω

(나는) 안는다

προσπτύσσεις

(너는) 안는다

προσπτύσσει

(그는) 안는다

쌍수 προσπτύσσετον

(너희 둘은) 안는다

προσπτύσσετον

(그 둘은) 안는다

복수 προσπτύσσομεν

(우리는) 안는다

προσπτύσσετε

(너희는) 안는다

προσπτύσσουσιν*

(그들은) 안는다

접속법단수 προσπτύσσω

(나는) 안자

προσπτύσσῃς

(너는) 안자

προσπτύσσῃ

(그는) 안자

쌍수 προσπτύσσητον

(너희 둘은) 안자

προσπτύσσητον

(그 둘은) 안자

복수 προσπτύσσωμεν

(우리는) 안자

προσπτύσσητε

(너희는) 안자

προσπτύσσωσιν*

(그들은) 안자

기원법단수 προσπτύσσοιμι

(나는) 안기를 (바라다)

προσπτύσσοις

(너는) 안기를 (바라다)

προσπτύσσοι

(그는) 안기를 (바라다)

쌍수 προσπτύσσοιτον

(너희 둘은) 안기를 (바라다)

προσπτυσσοίτην

(그 둘은) 안기를 (바라다)

복수 προσπτύσσοιμεν

(우리는) 안기를 (바라다)

προσπτύσσοιτε

(너희는) 안기를 (바라다)

προσπτύσσοιεν

(그들은) 안기를 (바라다)

명령법단수 προσπτύσσε

(너는) 안아라

προσπτυσσέτω

(그는) 안아라

쌍수 προσπτύσσετον

(너희 둘은) 안아라

προσπτυσσέτων

(그 둘은) 안아라

복수 προσπτύσσετε

(너희는) 안아라

προσπτυσσόντων, προσπτυσσέτωσαν

(그들은) 안아라

부정사 προσπτύσσειν

안는 것

분사 남성여성중성
προσπτυσσων

προσπτυσσοντος

προσπτυσσουσα

προσπτυσσουσης

προσπτυσσον

προσπτυσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύσσομαι

(나는) 안긴다

προσπτύσσει, προσπτύσσῃ

(너는) 안긴다

προσπτύσσεται

(그는) 안긴다

쌍수 προσπτύσσεσθον

(너희 둘은) 안긴다

προσπτύσσεσθον

(그 둘은) 안긴다

복수 προσπτυσσόμεθα

(우리는) 안긴다

προσπτύσσεσθε

(너희는) 안긴다

προσπτύσσονται

(그들은) 안긴다

접속법단수 προσπτύσσωμαι

(나는) 안기자

προσπτύσσῃ

(너는) 안기자

προσπτύσσηται

(그는) 안기자

쌍수 προσπτύσσησθον

(너희 둘은) 안기자

προσπτύσσησθον

(그 둘은) 안기자

복수 προσπτυσσώμεθα

(우리는) 안기자

προσπτύσσησθε

(너희는) 안기자

προσπτύσσωνται

(그들은) 안기자

기원법단수 προσπτυσσοίμην

(나는) 안기기를 (바라다)

προσπτύσσοιο

(너는) 안기기를 (바라다)

προσπτύσσοιτο

(그는) 안기기를 (바라다)

쌍수 προσπτύσσοισθον

(너희 둘은) 안기기를 (바라다)

προσπτυσσοίσθην

(그 둘은) 안기기를 (바라다)

복수 προσπτυσσοίμεθα

(우리는) 안기기를 (바라다)

προσπτύσσοισθε

(너희는) 안기기를 (바라다)

προσπτύσσοιντο

(그들은) 안기기를 (바라다)

명령법단수 προσπτύσσου

(너는) 안겨라

προσπτυσσέσθω

(그는) 안겨라

쌍수 προσπτύσσεσθον

(너희 둘은) 안겨라

προσπτυσσέσθων

(그 둘은) 안겨라

복수 προσπτύσσεσθε

(너희는) 안겨라

προσπτυσσέσθων, προσπτυσσέσθωσαν

(그들은) 안겨라

부정사 προσπτύσσεσθαι

안기는 것

분사 남성여성중성
προσπτυσσομενος

προσπτυσσομενου

προσπτυσσομενη

προσπτυσσομενης

προσπτυσσομενον

προσπτυσσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύξω

(나는) 안겠다

προσπτύξεις

(너는) 안겠다

προσπτύξει

(그는) 안겠다

쌍수 προσπτύξετον

(너희 둘은) 안겠다

προσπτύξετον

(그 둘은) 안겠다

복수 προσπτύξομεν

(우리는) 안겠다

προσπτύξετε

(너희는) 안겠다

προσπτύξουσιν*

(그들은) 안겠다

기원법단수 προσπτύξοιμι

(나는) 안겠기를 (바라다)

προσπτύξοις

(너는) 안겠기를 (바라다)

προσπτύξοι

(그는) 안겠기를 (바라다)

쌍수 προσπτύξοιτον

(너희 둘은) 안겠기를 (바라다)

προσπτυξοίτην

(그 둘은) 안겠기를 (바라다)

복수 προσπτύξοιμεν

(우리는) 안겠기를 (바라다)

προσπτύξοιτε

(너희는) 안겠기를 (바라다)

προσπτύξοιεν

(그들은) 안겠기를 (바라다)

부정사 προσπτύξειν

안을 것

분사 남성여성중성
προσπτυξων

προσπτυξοντος

προσπτυξουσα

προσπτυξουσης

προσπτυξον

προσπτυξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύξομαι

(나는) 안기겠다

προσπτύξει, προσπτύξῃ

(너는) 안기겠다

προσπτύξεται

(그는) 안기겠다

쌍수 προσπτύξεσθον

(너희 둘은) 안기겠다

προσπτύξεσθον

(그 둘은) 안기겠다

복수 προσπτυξόμεθα

(우리는) 안기겠다

προσπτύξεσθε

(너희는) 안기겠다

προσπτύξονται

(그들은) 안기겠다

기원법단수 προσπτυξοίμην

(나는) 안기겠기를 (바라다)

προσπτύξοιο

(너는) 안기겠기를 (바라다)

προσπτύξοιτο

(그는) 안기겠기를 (바라다)

쌍수 προσπτύξοισθον

(너희 둘은) 안기겠기를 (바라다)

προσπτυξοίσθην

(그 둘은) 안기겠기를 (바라다)

복수 προσπτυξοίμεθα

(우리는) 안기겠기를 (바라다)

προσπτύξοισθε

(너희는) 안기겠기를 (바라다)

προσπτύξοιντο

(그들은) 안기겠기를 (바라다)

부정사 προσπτύξεσθαι

안길 것

분사 남성여성중성
προσπτυξομενος

προσπτυξομενου

προσπτυξομενη

προσπτυξομενης

προσπτυξομενον

προσπτυξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέπτυσσον

(나는) 안고 있었다

προσέπτυσσες

(너는) 안고 있었다

προσέπτυσσεν*

(그는) 안고 있었다

쌍수 προσεπτύσσετον

(너희 둘은) 안고 있었다

προσεπτυσσέτην

(그 둘은) 안고 있었다

복수 προσεπτύσσομεν

(우리는) 안고 있었다

προσεπτύσσετε

(너희는) 안고 있었다

προσέπτυσσον

(그들은) 안고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπτυσσόμην

(나는) 안기고 있었다

προσεπτύσσου

(너는) 안기고 있었다

προσεπτύσσετο

(그는) 안기고 있었다

쌍수 προσεπτύσσεσθον

(너희 둘은) 안기고 있었다

προσεπτυσσέσθην

(그 둘은) 안기고 있었다

복수 προσεπτυσσόμεθα

(우리는) 안기고 있었다

προσεπτύσσεσθε

(너희는) 안기고 있었다

προσεπτύσσοντο

(그들은) 안기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 안다

  2. 있다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION