헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπλέκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπλέκω

형태분석: προς (접두사) + πλέκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 거치적거리다, 고수하다, 고집하다, 매달리다
  1. to connect with, to cling to, be implicated with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπλέκω

(나는) 거치적거린다

προσπλέκεις

(너는) 거치적거린다

προσπλέκει

(그는) 거치적거린다

쌍수 προσπλέκετον

(너희 둘은) 거치적거린다

προσπλέκετον

(그 둘은) 거치적거린다

복수 προσπλέκομεν

(우리는) 거치적거린다

προσπλέκετε

(너희는) 거치적거린다

προσπλέκουσιν*

(그들은) 거치적거린다

접속법단수 προσπλέκω

(나는) 거치적거리자

προσπλέκῃς

(너는) 거치적거리자

προσπλέκῃ

(그는) 거치적거리자

쌍수 προσπλέκητον

(너희 둘은) 거치적거리자

προσπλέκητον

(그 둘은) 거치적거리자

복수 προσπλέκωμεν

(우리는) 거치적거리자

προσπλέκητε

(너희는) 거치적거리자

προσπλέκωσιν*

(그들은) 거치적거리자

기원법단수 προσπλέκοιμι

(나는) 거치적거리기를 (바라다)

προσπλέκοις

(너는) 거치적거리기를 (바라다)

προσπλέκοι

(그는) 거치적거리기를 (바라다)

쌍수 προσπλέκοιτον

(너희 둘은) 거치적거리기를 (바라다)

προσπλεκοίτην

(그 둘은) 거치적거리기를 (바라다)

복수 προσπλέκοιμεν

(우리는) 거치적거리기를 (바라다)

προσπλέκοιτε

(너희는) 거치적거리기를 (바라다)

προσπλέκοιεν

(그들은) 거치적거리기를 (바라다)

명령법단수 προσπλέκε

(너는) 거치적거려라

προσπλεκέτω

(그는) 거치적거려라

쌍수 προσπλέκετον

(너희 둘은) 거치적거려라

προσπλεκέτων

(그 둘은) 거치적거려라

복수 προσπλέκετε

(너희는) 거치적거려라

προσπλεκόντων, προσπλεκέτωσαν

(그들은) 거치적거려라

부정사 προσπλέκειν

거치적거리는 것

분사 남성여성중성
προσπλεκων

προσπλεκοντος

προσπλεκουσα

προσπλεκουσης

προσπλεκον

προσπλεκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπλέκομαι

προσπλέκει, προσπλέκῃ

προσπλέκεται

쌍수 προσπλέκεσθον

προσπλέκεσθον

복수 προσπλεκόμεθα

προσπλέκεσθε

προσπλέκονται

접속법단수 προσπλέκωμαι

προσπλέκῃ

προσπλέκηται

쌍수 προσπλέκησθον

προσπλέκησθον

복수 προσπλεκώμεθα

προσπλέκησθε

προσπλέκωνται

기원법단수 προσπλεκοίμην

προσπλέκοιο

προσπλέκοιτο

쌍수 προσπλέκοισθον

προσπλεκοίσθην

복수 προσπλεκοίμεθα

προσπλέκοισθε

προσπλέκοιντο

명령법단수 προσπλέκου

προσπλεκέσθω

쌍수 προσπλέκεσθον

προσπλεκέσθων

복수 προσπλέκεσθε

προσπλεκέσθων, προσπλεκέσθωσαν

부정사 προσπλέκεσθαι

분사 남성여성중성
προσπλεκομενος

προσπλεκομενου

προσπλεκομενη

προσπλεκομενης

προσπλεκομενον

προσπλεκομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπλέξω

(나는) 거치적거리겠다

προσπλέξεις

(너는) 거치적거리겠다

προσπλέξει

(그는) 거치적거리겠다

쌍수 προσπλέξετον

(너희 둘은) 거치적거리겠다

προσπλέξετον

(그 둘은) 거치적거리겠다

복수 προσπλέξομεν

(우리는) 거치적거리겠다

προσπλέξετε

(너희는) 거치적거리겠다

προσπλέξουσιν*

(그들은) 거치적거리겠다

기원법단수 προσπλέξοιμι

(나는) 거치적거리겠기를 (바라다)

προσπλέξοις

(너는) 거치적거리겠기를 (바라다)

προσπλέξοι

(그는) 거치적거리겠기를 (바라다)

쌍수 προσπλέξοιτον

(너희 둘은) 거치적거리겠기를 (바라다)

προσπλεξοίτην

(그 둘은) 거치적거리겠기를 (바라다)

복수 προσπλέξοιμεν

(우리는) 거치적거리겠기를 (바라다)

προσπλέξοιτε

(너희는) 거치적거리겠기를 (바라다)

προσπλέξοιεν

(그들은) 거치적거리겠기를 (바라다)

부정사 προσπλέξειν

거치적거릴 것

분사 남성여성중성
προσπλεξων

προσπλεξοντος

προσπλεξουσα

προσπλεξουσης

προσπλεξον

προσπλεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπλέξομαι

προσπλέξει, προσπλέξῃ

προσπλέξεται

쌍수 προσπλέξεσθον

προσπλέξεσθον

복수 προσπλεξόμεθα

προσπλέξεσθε

προσπλέξονται

기원법단수 προσπλεξοίμην

προσπλέξοιο

προσπλέξοιτο

쌍수 προσπλέξοισθον

προσπλεξοίσθην

복수 προσπλεξοίμεθα

προσπλέξοισθε

προσπλέξοιντο

부정사 προσπλέξεσθαι

분사 남성여성중성
προσπλεξομενος

προσπλεξομενου

προσπλεξομενη

προσπλεξομενης

προσπλεξομενον

προσπλεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέπλεκον

(나는) 거치적거리고 있었다

προσέπλεκες

(너는) 거치적거리고 있었다

προσέπλεκεν*

(그는) 거치적거리고 있었다

쌍수 προσεπλέκετον

(너희 둘은) 거치적거리고 있었다

προσεπλεκέτην

(그 둘은) 거치적거리고 있었다

복수 προσεπλέκομεν

(우리는) 거치적거리고 있었다

προσεπλέκετε

(너희는) 거치적거리고 있었다

προσέπλεκον

(그들은) 거치적거리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπλεκόμην

προσεπλέκου

προσεπλέκετο

쌍수 προσεπλέκεσθον

προσεπλεκέσθην

복수 προσεπλεκόμεθα

προσεπλέκεσθε

προσεπλέκοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε δὲ πρὸσ τοῦτον ἄξιον ἀντιλέγειν οὕτω φανερῶσ καταψευδόμενον τοῦ ποιητοῦ, καθάπερ οὐδ’ εἰ φαίη τοῦτον τὸν τρόπον γενέσθαι τὸν εἰσ τὴν Ἰθάκην κατάπλουν τοῦ Ὀδυσσέωσ καὶ τὴν μνηστηροφονίαν καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ ἀγροῦ συστᾶσαν μάχην τοῖσ Ἰθακησίοισ πρὸσ αὐτόν, οὔτε πρὸσ τὸν δεξάμενον οἰκείωσ προσπλέκεσθαι δίκαιον. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 22:7)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 22:7)

유의어

  1. 거치적거리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION