헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπάσχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπάσχω

형태분석: προς (접두사) + πάσχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러보다, 살펴보다, 무서워하다
  1. to have an additional or special feeling, for
  2. to feel passionate love

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπάσχω

(나는) 둘러본다

προσπάσχεις

(너는) 둘러본다

προσπάσχει

(그는) 둘러본다

쌍수 προσπάσχετον

(너희 둘은) 둘러본다

προσπάσχετον

(그 둘은) 둘러본다

복수 προσπάσχομεν

(우리는) 둘러본다

προσπάσχετε

(너희는) 둘러본다

προσπάσχουσιν*

(그들은) 둘러본다

접속법단수 προσπάσχω

(나는) 둘러보자

προσπάσχῃς

(너는) 둘러보자

προσπάσχῃ

(그는) 둘러보자

쌍수 προσπάσχητον

(너희 둘은) 둘러보자

προσπάσχητον

(그 둘은) 둘러보자

복수 προσπάσχωμεν

(우리는) 둘러보자

προσπάσχητε

(너희는) 둘러보자

προσπάσχωσιν*

(그들은) 둘러보자

기원법단수 προσπάσχοιμι

(나는) 둘러보기를 (바라다)

προσπάσχοις

(너는) 둘러보기를 (바라다)

προσπάσχοι

(그는) 둘러보기를 (바라다)

쌍수 προσπάσχοιτον

(너희 둘은) 둘러보기를 (바라다)

προσπασχοίτην

(그 둘은) 둘러보기를 (바라다)

복수 προσπάσχοιμεν

(우리는) 둘러보기를 (바라다)

προσπάσχοιτε

(너희는) 둘러보기를 (바라다)

προσπάσχοιεν

(그들은) 둘러보기를 (바라다)

명령법단수 προσπάσχε

(너는) 둘러봐라

προσπασχέτω

(그는) 둘러봐라

쌍수 προσπάσχετον

(너희 둘은) 둘러봐라

προσπασχέτων

(그 둘은) 둘러봐라

복수 προσπάσχετε

(너희는) 둘러봐라

προσπασχόντων, προσπασχέτωσαν

(그들은) 둘러봐라

부정사 προσπάσχειν

둘러보는 것

분사 남성여성중성
προσπασχων

προσπασχοντος

προσπασχουσα

προσπασχουσης

προσπασχον

προσπασχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπάσχομαι

(나는) 둘러봐진다

προσπάσχει, προσπάσχῃ

(너는) 둘러봐진다

προσπάσχεται

(그는) 둘러봐진다

쌍수 προσπάσχεσθον

(너희 둘은) 둘러봐진다

προσπάσχεσθον

(그 둘은) 둘러봐진다

복수 προσπασχόμεθα

(우리는) 둘러봐진다

προσπάσχεσθε

(너희는) 둘러봐진다

προσπάσχονται

(그들은) 둘러봐진다

접속법단수 προσπάσχωμαι

(나는) 둘러봐지자

προσπάσχῃ

(너는) 둘러봐지자

προσπάσχηται

(그는) 둘러봐지자

쌍수 προσπάσχησθον

(너희 둘은) 둘러봐지자

προσπάσχησθον

(그 둘은) 둘러봐지자

복수 προσπασχώμεθα

(우리는) 둘러봐지자

προσπάσχησθε

(너희는) 둘러봐지자

προσπάσχωνται

(그들은) 둘러봐지자

기원법단수 προσπασχοίμην

(나는) 둘러봐지기를 (바라다)

προσπάσχοιο

(너는) 둘러봐지기를 (바라다)

προσπάσχοιτο

(그는) 둘러봐지기를 (바라다)

쌍수 προσπάσχοισθον

(너희 둘은) 둘러봐지기를 (바라다)

προσπασχοίσθην

(그 둘은) 둘러봐지기를 (바라다)

복수 προσπασχοίμεθα

(우리는) 둘러봐지기를 (바라다)

προσπάσχοισθε

(너희는) 둘러봐지기를 (바라다)

προσπάσχοιντο

(그들은) 둘러봐지기를 (바라다)

명령법단수 προσπάσχου

(너는) 둘러봐져라

προσπασχέσθω

(그는) 둘러봐져라

쌍수 προσπάσχεσθον

(너희 둘은) 둘러봐져라

προσπασχέσθων

(그 둘은) 둘러봐져라

복수 προσπάσχεσθε

(너희는) 둘러봐져라

προσπασχέσθων, προσπασχέσθωσαν

(그들은) 둘러봐져라

부정사 προσπάσχεσθαι

둘러봐지는 것

분사 남성여성중성
προσπασχομενος

προσπασχομενου

προσπασχομενη

προσπασχομενης

προσπασχομενον

προσπασχομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέπασχον

(나는) 둘러보고 있었다

προσέπασχες

(너는) 둘러보고 있었다

προσέπασχεν*

(그는) 둘러보고 있었다

쌍수 προσεπάσχετον

(너희 둘은) 둘러보고 있었다

προσεπασχέτην

(그 둘은) 둘러보고 있었다

복수 προσεπάσχομεν

(우리는) 둘러보고 있었다

προσεπάσχετε

(너희는) 둘러보고 있었다

προσέπασχον

(그들은) 둘러보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπασχόμην

(나는) 둘러봐지고 있었다

προσεπάσχου

(너는) 둘러봐지고 있었다

προσεπάσχετο

(그는) 둘러봐지고 있었다

쌍수 προσεπάσχεσθον

(너희 둘은) 둘러봐지고 있었다

προσεπασχέσθην

(그 둘은) 둘러봐지고 있었다

복수 προσεπασχόμεθα

(우리는) 둘러봐지고 있었다

προσεπάσχεσθε

(너희는) 둘러봐지고 있었다

προσεπάσχοντο

(그들은) 둘러봐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ‐ Μὴ πρόσπασχε αὐτοῖσ καὶ οὐκ ἔσται. (Epictetus, Works, book 4, 110:6)

    (에픽테토스, Works, book 4, 110:6)

유의어

  1. 둘러보다

  2. to feel passionate love

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION