헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσομοιόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσομοιόω προσομοιώσω

형태분석: προς (접두사) + ὁμοιό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닮다, 좋아하다, 마음에 들다
  1. to be like, resemble

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσομοίω

(나는) 닮는다

προσομοίοις

(너는) 닮는다

προσομοίοι

(그는) 닮는다

쌍수 προσομοίουτον

(너희 둘은) 닮는다

προσομοίουτον

(그 둘은) 닮는다

복수 προσομοίουμεν

(우리는) 닮는다

προσομοίουτε

(너희는) 닮는다

προσομοίουσιν*

(그들은) 닮는다

접속법단수 προσομοίω

(나는) 닮자

προσομοίοις

(너는) 닮자

προσομοίοι

(그는) 닮자

쌍수 προσομοίωτον

(너희 둘은) 닮자

προσομοίωτον

(그 둘은) 닮자

복수 προσομοίωμεν

(우리는) 닮자

προσομοίωτε

(너희는) 닮자

προσομοίωσιν*

(그들은) 닮자

기원법단수 προσομοίοιμι

(나는) 닮기를 (바라다)

προσομοίοις

(너는) 닮기를 (바라다)

προσομοίοι

(그는) 닮기를 (바라다)

쌍수 προσομοίοιτον

(너희 둘은) 닮기를 (바라다)

προσομοιοίτην

(그 둘은) 닮기를 (바라다)

복수 προσομοίοιμεν

(우리는) 닮기를 (바라다)

προσομοίοιτε

(너희는) 닮기를 (바라다)

προσομοίοιεν

(그들은) 닮기를 (바라다)

명령법단수 προσομοῖου

(너는) 닮아라

προσομοιοῦτω

(그는) 닮아라

쌍수 προσομοίουτον

(너희 둘은) 닮아라

προσομοιοῦτων

(그 둘은) 닮아라

복수 προσομοίουτε

(너희는) 닮아라

προσομοιοῦντων, προσομοιοῦτωσαν

(그들은) 닮아라

부정사 προσομοίουν

닮는 것

분사 남성여성중성
προσομοιων

προσομοιουντος

προσομοιουσα

προσομοιουσης

προσομοιουν

προσομοιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσομοίουμαι

(나는) 닮어진다

προσομοίοι

(너는) 닮어진다

προσομοίουται

(그는) 닮어진다

쌍수 προσομοίουσθον

(너희 둘은) 닮어진다

προσομοίουσθον

(그 둘은) 닮어진다

복수 προσομοιοῦμεθα

(우리는) 닮어진다

προσομοίουσθε

(너희는) 닮어진다

προσομοίουνται

(그들은) 닮어진다

접속법단수 προσομοίωμαι

(나는) 닮어지자

προσομοίοι

(너는) 닮어지자

προσομοίωται

(그는) 닮어지자

쌍수 προσομοίωσθον

(너희 둘은) 닮어지자

προσομοίωσθον

(그 둘은) 닮어지자

복수 προσομοιώμεθα

(우리는) 닮어지자

προσομοίωσθε

(너희는) 닮어지자

προσομοίωνται

(그들은) 닮어지자

기원법단수 προσομοιοίμην

(나는) 닮어지기를 (바라다)

προσομοίοιο

(너는) 닮어지기를 (바라다)

προσομοίοιτο

(그는) 닮어지기를 (바라다)

쌍수 προσομοίοισθον

(너희 둘은) 닮어지기를 (바라다)

προσομοιοίσθην

(그 둘은) 닮어지기를 (바라다)

복수 προσομοιοίμεθα

(우리는) 닮어지기를 (바라다)

προσομοίοισθε

(너희는) 닮어지기를 (바라다)

προσομοίοιντο

(그들은) 닮어지기를 (바라다)

명령법단수 προσομοίου

(너는) 닮어져라

προσομοιοῦσθω

(그는) 닮어져라

쌍수 προσομοίουσθον

(너희 둘은) 닮어져라

προσομοιοῦσθων

(그 둘은) 닮어져라

복수 προσομοίουσθε

(너희는) 닮어져라

προσομοιοῦσθων, προσομοιοῦσθωσαν

(그들은) 닮어져라

부정사 προσομοίουσθαι

닮어지는 것

분사 남성여성중성
προσομοιουμενος

προσομοιουμενου

προσομοιουμενη

προσομοιουμενης

προσομοιουμενον

προσομοιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσομοιώσω

(나는) 닮겠다

προσομοιώσεις

(너는) 닮겠다

προσομοιώσει

(그는) 닮겠다

쌍수 προσομοιώσετον

(너희 둘은) 닮겠다

προσομοιώσετον

(그 둘은) 닮겠다

복수 προσομοιώσομεν

(우리는) 닮겠다

προσομοιώσετε

(너희는) 닮겠다

προσομοιώσουσιν*

(그들은) 닮겠다

기원법단수 προσομοιώσοιμι

(나는) 닮겠기를 (바라다)

προσομοιώσοις

(너는) 닮겠기를 (바라다)

προσομοιώσοι

(그는) 닮겠기를 (바라다)

쌍수 προσομοιώσοιτον

(너희 둘은) 닮겠기를 (바라다)

προσομοιωσοίτην

(그 둘은) 닮겠기를 (바라다)

복수 προσομοιώσοιμεν

(우리는) 닮겠기를 (바라다)

προσομοιώσοιτε

(너희는) 닮겠기를 (바라다)

προσομοιώσοιεν

(그들은) 닮겠기를 (바라다)

부정사 προσομοιώσειν

닮을 것

분사 남성여성중성
προσομοιωσων

προσομοιωσοντος

προσομοιωσουσα

προσομοιωσουσης

προσομοιωσον

προσομοιωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσομοιώσομαι

(나는) 닮어지겠다

προσομοιώσει, προσομοιώσῃ

(너는) 닮어지겠다

προσομοιώσεται

(그는) 닮어지겠다

쌍수 προσομοιώσεσθον

(너희 둘은) 닮어지겠다

προσομοιώσεσθον

(그 둘은) 닮어지겠다

복수 προσομοιωσόμεθα

(우리는) 닮어지겠다

προσομοιώσεσθε

(너희는) 닮어지겠다

προσομοιώσονται

(그들은) 닮어지겠다

기원법단수 προσομοιωσοίμην

(나는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσομοιώσοιο

(너는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσομοιώσοιτο

(그는) 닮어지겠기를 (바라다)

쌍수 προσομοιώσοισθον

(너희 둘은) 닮어지겠기를 (바라다)

προσομοιωσοίσθην

(그 둘은) 닮어지겠기를 (바라다)

복수 προσομοιωσοίμεθα

(우리는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσομοιώσοισθε

(너희는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσομοιώσοιντο

(그들은) 닮어지겠기를 (바라다)

부정사 προσομοιώσεσθαι

닮어질 것

분사 남성여성중성
προσομοιωσομενος

προσομοιωσομενου

προσομοιωσομενη

προσομοιωσομενης

προσομοιωσομενον

προσομοιωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσώμοιουν

(나는) 닮고 있었다

προσώμοιους

(너는) 닮고 있었다

προσώμοιουν*

(그는) 닮고 있었다

쌍수 προσωμοῖουτον

(너희 둘은) 닮고 있었다

προσωμοίουτην

(그 둘은) 닮고 있었다

복수 προσωμοῖουμεν

(우리는) 닮고 있었다

προσωμοῖουτε

(너희는) 닮고 있었다

προσώμοιουν

(그들은) 닮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσωμοίουμην

(나는) 닮어지고 있었다

προσωμοῖου

(너는) 닮어지고 있었다

προσωμοῖουτο

(그는) 닮어지고 있었다

쌍수 προσωμοῖουσθον

(너희 둘은) 닮어지고 있었다

προσωμοίουσθην

(그 둘은) 닮어지고 있었다

복수 προσωμοίουμεθα

(우리는) 닮어지고 있었다

προσωμοῖουσθε

(너희는) 닮어지고 있었다

προσωμοῖουντο

(그들은) 닮어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 닮다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION