헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσιζάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσιζάνω

형태분석: προς (접두사) + ἱζάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 매달리다, 거치적거리다, 고수하다, 고집하다
  1. to sit by or near, to cleave to, cling to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιζάνω

(나는) 매달린다

προσιζάνεις

(너는) 매달린다

προσιζάνει

(그는) 매달린다

쌍수 προσιζάνετον

(너희 둘은) 매달린다

προσιζάνετον

(그 둘은) 매달린다

복수 προσιζάνομεν

(우리는) 매달린다

προσιζάνετε

(너희는) 매달린다

προσιζάνουσιν*

(그들은) 매달린다

접속법단수 προσιζάνω

(나는) 매달리자

προσιζάνῃς

(너는) 매달리자

προσιζάνῃ

(그는) 매달리자

쌍수 προσιζάνητον

(너희 둘은) 매달리자

προσιζάνητον

(그 둘은) 매달리자

복수 προσιζάνωμεν

(우리는) 매달리자

προσιζάνητε

(너희는) 매달리자

προσιζάνωσιν*

(그들은) 매달리자

기원법단수 προσιζάνοιμι

(나는) 매달리기를 (바라다)

προσιζάνοις

(너는) 매달리기를 (바라다)

προσιζάνοι

(그는) 매달리기를 (바라다)

쌍수 προσιζάνοιτον

(너희 둘은) 매달리기를 (바라다)

προσιζανοίτην

(그 둘은) 매달리기를 (바라다)

복수 προσιζάνοιμεν

(우리는) 매달리기를 (바라다)

προσιζάνοιτε

(너희는) 매달리기를 (바라다)

προσιζάνοιεν

(그들은) 매달리기를 (바라다)

명령법단수 προσίζανε

(너는) 매달려라

προσιζανέτω

(그는) 매달려라

쌍수 προσιζάνετον

(너희 둘은) 매달려라

προσιζανέτων

(그 둘은) 매달려라

복수 προσιζάνετε

(너희는) 매달려라

προσιζανόντων, προσιζανέτωσαν

(그들은) 매달려라

부정사 προσιζάνειν

매달리는 것

분사 남성여성중성
προσιζανων

προσιζανοντος

προσιζανουσα

προσιζανουσης

προσιζανον

προσιζανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιζάνομαι

(나는) 매달려진다

προσιζάνει, προσιζάνῃ

(너는) 매달려진다

προσιζάνεται

(그는) 매달려진다

쌍수 προσιζάνεσθον

(너희 둘은) 매달려진다

προσιζάνεσθον

(그 둘은) 매달려진다

복수 προσιζανόμεθα

(우리는) 매달려진다

προσιζάνεσθε

(너희는) 매달려진다

προσιζάνονται

(그들은) 매달려진다

접속법단수 προσιζάνωμαι

(나는) 매달려지자

προσιζάνῃ

(너는) 매달려지자

προσιζάνηται

(그는) 매달려지자

쌍수 προσιζάνησθον

(너희 둘은) 매달려지자

προσιζάνησθον

(그 둘은) 매달려지자

복수 προσιζανώμεθα

(우리는) 매달려지자

προσιζάνησθε

(너희는) 매달려지자

προσιζάνωνται

(그들은) 매달려지자

기원법단수 προσιζανοίμην

(나는) 매달려지기를 (바라다)

προσιζάνοιο

(너는) 매달려지기를 (바라다)

προσιζάνοιτο

(그는) 매달려지기를 (바라다)

쌍수 προσιζάνοισθον

(너희 둘은) 매달려지기를 (바라다)

προσιζανοίσθην

(그 둘은) 매달려지기를 (바라다)

복수 προσιζανοίμεθα

(우리는) 매달려지기를 (바라다)

προσιζάνοισθε

(너희는) 매달려지기를 (바라다)

προσιζάνοιντο

(그들은) 매달려지기를 (바라다)

명령법단수 προσιζάνου

(너는) 매달려져라

προσιζανέσθω

(그는) 매달려져라

쌍수 προσιζάνεσθον

(너희 둘은) 매달려져라

προσιζανέσθων

(그 둘은) 매달려져라

복수 προσιζάνεσθε

(너희는) 매달려져라

προσιζανέσθων, προσιζανέσθωσαν

(그들은) 매달려져라

부정사 προσιζάνεσθαι

매달려지는 것

분사 남성여성중성
προσιζανομενος

προσιζανομενου

προσιζανομενη

προσιζανομενης

προσιζανομενον

προσιζανομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῖζανον

(나는) 매달리고 있었다

προσῖζανες

(너는) 매달리고 있었다

προσῖζανεν*

(그는) 매달리고 있었다

쌍수 προσῑ́ζανετον

(너희 둘은) 매달리고 있었다

προσῑζᾶνετην

(그 둘은) 매달리고 있었다

복수 προσῑ́ζανομεν

(우리는) 매달리고 있었다

προσῑ́ζανετε

(너희는) 매달리고 있었다

προσῖζανον

(그들은) 매달리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῑζᾶνομην

(나는) 매달려지고 있었다

προσῑ́ζανου

(너는) 매달려지고 있었다

προσῑ́ζανετο

(그는) 매달려지고 있었다

쌍수 προσῑ́ζανεσθον

(너희 둘은) 매달려지고 있었다

προσῑζᾶνεσθην

(그 둘은) 매달려지고 있었다

복수 προσῑζᾶνομεθα

(우리는) 매달려지고 있었다

προσῑ́ζανεσθε

(너희는) 매달려지고 있었다

προσῑ́ζανοντο

(그들은) 매달려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὸν θεὸν δ’ εἰκόσ, ἧσ ἂν ἐφάπτηται τῇ δίκῃ ψυχῆσ νοσούσησ, τά τε πάθη διορᾶν, εἴ πή τι καμπτόμενα πρὸσ μετάνοιαν ἐνδίδωσι, καὶ χρόνον διδόναι οἷσ οὐκ ἄκρατοσ οὐδ’ ἄτρεπτοσ ἡ κακία πέφυκε προσιζάνειν. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 63)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 63)

  • φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸσ τάλαιν’ ἀρὰ ξηροῖσ ἀκλαύτοισ ὄμμασιν προσιζάνει, λέγουσα κέρδοσ πρότερον ὑστέρου μόρου. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, antistrophe 12)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, antistrophe 12)

  • ταὐτά τοι πλανωμένη πρὸσ ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 4:8)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode 4:8)

  • κείνῃ γὰρ οἰῄ μῶμοσ οὐ προσιζάνει, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆσ κἀπαέξεται βίοσ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 79)

    (작자 미상, 비가, , 79)

  • ταύτῃ τῇ Ἐργάνῃ καὶ οἱ ἀπόγονοι Φειδίου, καλούμενοι δὲ φαιδρυνταί, γέρασ παρὰ Ἠλείων εἰληφότεσ τοῦ Διὸσ τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν, οὗτοι θύουσιν ἐνταῦθα πρὶν ἢ λαμπρύνειν τὸ ἄγαλμα ἄρχονται. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 14 9:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 14 9:2)

유의어

  1. 매달리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION