Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεχής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσεχής προσεχές

Structure: προσεχη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: prose/xw

Sense

  1. next to, bordering upon, marching with, adjoining, next neighbours
  2. exposed to the wind

Examples

  • καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ἑαυτὸν Ἰωσίασ ἐπὶ τὸ ἅρμα αὐτοῦ, ἀλλὰ πολεμεῖν αὐτὸν ἐπεχείρει, οὐ προσέχων ρήμασιν Ἱερεμίου προφήτου ἐκ στόματοσ Κυρίου. (Septuagint, Liber Esdrae I 1:26)
  • δικαιοσύνῃ δὲ προσέχων οὐ μὴν προῶμαι, οὐ γὰρ σύνοιδα ἐμαυτῷ ἄτοπα πράξασ. (Septuagint, Liber Iob 27:6)
  • ὁ ὑπακούων αὐτῆσ κρινεῖ ἔθνη, καὶ ὁ προσέχων αὐτῇ κατασκηνώσει πεποιθώσ. (Septuagint, Liber Sirach 4:15)
  • ὁ προσέχων αὐτῇ οὐ μὴ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, οὐδὲ κατασκηνώσει μεθ̓ ἡσυχίασ. (Septuagint, Liber Sirach 28:16)
  • Ο ΣΥΝΤΗΡΩΝ νόμον πλεονάζει προσφοράσ, θυσιάζων σωτηρίου ὁ προσέχων ἐντολαῖσ. (Septuagint, Liber Sirach 35:1)

Synonyms

  1. next to

  2. exposed to the wind

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION