헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεπιτέρπομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεπιτέρπομαι προσεπιτέρψομαι

형태분석: προς (접두사) + ἐπι (접두사) + τέρπ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to enjoy oneself still more

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπιτέρπομαι

προσεπιτέρπει, προσεπιτέρπῃ

προσεπιτέρπεται

쌍수 προσεπιτέρπεσθον

προσεπιτέρπεσθον

복수 προσεπιτερπόμεθα

προσεπιτέρπεσθε

προσεπιτέρπονται

접속법단수 προσεπιτέρπωμαι

προσεπιτέρπῃ

προσεπιτέρπηται

쌍수 προσεπιτέρπησθον

προσεπιτέρπησθον

복수 προσεπιτερπώμεθα

προσεπιτέρπησθε

προσεπιτέρπωνται

기원법단수 προσεπιτερποίμην

προσεπιτέρποιο

προσεπιτέρποιτο

쌍수 προσεπιτέρποισθον

προσεπιτερποίσθην

복수 προσεπιτερποίμεθα

προσεπιτέρποισθε

προσεπιτέρποιντο

명령법단수 προσεπιτέρπου

προσεπιτερπέσθω

쌍수 προσεπιτέρπεσθον

προσεπιτερπέσθων

복수 προσεπιτέρπεσθε

προσεπιτερπέσθων, προσεπιτερπέσθωσαν

부정사 προσεπιτέρπεσθαι

분사 남성여성중성
προσεπιτερπομενος

προσεπιτερπομενου

προσεπιτερπομενη

προσεπιτερπομενης

προσεπιτερπομενον

προσεπιτερπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to enjoy oneself still more

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION