Ancient Greek-English Dictionary Language

προπομπεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προπομπεύω προπομπεύσω

Structure: προ (Prefix) + πομπεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: propompo/s

Sense

  1. to go before in a procession, before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπομπεύω προπομπεύεις προπομπεύει
Dual προπομπεύετον προπομπεύετον
Plural προπομπεύομεν προπομπεύετε προπομπεύουσιν*
SubjunctiveSingular προπομπεύω προπομπεύῃς προπομπεύῃ
Dual προπομπεύητον προπομπεύητον
Plural προπομπεύωμεν προπομπεύητε προπομπεύωσιν*
OptativeSingular προπομπεύοιμι προπομπεύοις προπομπεύοι
Dual προπομπεύοιτον προπομπευοίτην
Plural προπομπεύοιμεν προπομπεύοιτε προπομπεύοιεν
ImperativeSingular προπόμπευε προπομπευέτω
Dual προπομπεύετον προπομπευέτων
Plural προπομπεύετε προπομπευόντων, προπομπευέτωσαν
Infinitive προπομπεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προπομπευων προπομπευοντος προπομπευουσα προπομπευουσης προπομπευον προπομπευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπομπεύομαι προπομπεύει, προπομπεύῃ προπομπεύεται
Dual προπομπεύεσθον προπομπεύεσθον
Plural προπομπευόμεθα προπομπεύεσθε προπομπεύονται
SubjunctiveSingular προπομπεύωμαι προπομπεύῃ προπομπεύηται
Dual προπομπεύησθον προπομπεύησθον
Plural προπομπευώμεθα προπομπεύησθε προπομπεύωνται
OptativeSingular προπομπευοίμην προπομπεύοιο προπομπεύοιτο
Dual προπομπεύοισθον προπομπευοίσθην
Plural προπομπευοίμεθα προπομπεύοισθε προπομπεύοιντο
ImperativeSingular προπομπεύου προπομπευέσθω
Dual προπομπεύεσθον προπομπευέσθων
Plural προπομπεύεσθε προπομπευέσθων, προπομπευέσθωσαν
Infinitive προπομπεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προπομπευομενος προπομπευομενου προπομπευομενη προπομπευομενης προπομπευομενον προπομπευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπομπεύσω προπομπεύσεις προπομπεύσει
Dual προπομπεύσετον προπομπεύσετον
Plural προπομπεύσομεν προπομπεύσετε προπομπεύσουσιν*
OptativeSingular προπομπεύσοιμι προπομπεύσοις προπομπεύσοι
Dual προπομπεύσοιτον προπομπευσοίτην
Plural προπομπεύσοιμεν προπομπεύσοιτε προπομπεύσοιεν
Infinitive προπομπεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προπομπευσων προπομπευσοντος προπομπευσουσα προπομπευσουσης προπομπευσον προπομπευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπομπεύσομαι προπομπεύσει, προπομπεύσῃ προπομπεύσεται
Dual προπομπεύσεσθον προπομπεύσεσθον
Plural προπομπευσόμεθα προπομπεύσεσθε προπομπεύσονται
OptativeSingular προπομπευσοίμην προπομπεύσοιο προπομπεύσοιτο
Dual προπομπεύσοισθον προπομπευσοίσθην
Plural προπομπευσοίμεθα προπομπεύσοισθε προπομπεύσοιντο
Infinitive προπομπεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προπομπευσομενος προπομπευσομενου προπομπευσομενη προπομπευσομενης προπομπευσομενον προπομπευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go before in a procession

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION