Ancient Greek-English Dictionary Language

προποδίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προποδίζω

Structure: προ (Prefix) + ποδίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in pres

Sense

  1. to advance the foot

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προποδίζω προποδίζεις προποδίζει
Dual προποδίζετον προποδίζετον
Plural προποδίζομεν προποδίζετε προποδίζουσιν*
SubjunctiveSingular προποδίζω προποδίζῃς προποδίζῃ
Dual προποδίζητον προποδίζητον
Plural προποδίζωμεν προποδίζητε προποδίζωσιν*
OptativeSingular προποδίζοιμι προποδίζοις προποδίζοι
Dual προποδίζοιτον προποδιζοίτην
Plural προποδίζοιμεν προποδίζοιτε προποδίζοιεν
ImperativeSingular προπόδιζε προποδιζέτω
Dual προποδίζετον προποδιζέτων
Plural προποδίζετε προποδιζόντων, προποδιζέτωσαν
Infinitive προποδίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προποδιζων προποδιζοντος προποδιζουσα προποδιζουσης προποδιζον προποδιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προποδίζομαι προποδίζει, προποδίζῃ προποδίζεται
Dual προποδίζεσθον προποδίζεσθον
Plural προποδιζόμεθα προποδίζεσθε προποδίζονται
SubjunctiveSingular προποδίζωμαι προποδίζῃ προποδίζηται
Dual προποδίζησθον προποδίζησθον
Plural προποδιζώμεθα προποδίζησθε προποδίζωνται
OptativeSingular προποδιζοίμην προποδίζοιο προποδίζοιτο
Dual προποδίζοισθον προποδιζοίσθην
Plural προποδιζοίμεθα προποδίζοισθε προποδίζοιντο
ImperativeSingular προποδίζου προποδιζέσθω
Dual προποδίζεσθον προποδιζέσθων
Plural προποδίζεσθε προποδιζέσθων, προποδιζέσθωσαν
Infinitive προποδίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προποδιζομενος προποδιζομενου προποδιζομενη προποδιζομενης προποδιζομενον προποδιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to advance the foot

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION