Ancient Greek-English Dictionary Language

προκάμνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκάμνω προκαμοῦμαι προέκαμον

Structure: προ (Prefix) + κάμν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to work or toil before
  2. to toil for or in defence of
  3. to grow weary, give up
  4. to have a previous illness, to be distressed beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκάμνω προκάμνεις προκάμνει
Dual προκάμνετον προκάμνετον
Plural προκάμνομεν προκάμνετε προκάμνουσιν*
SubjunctiveSingular προκάμνω προκάμνῃς προκάμνῃ
Dual προκάμνητον προκάμνητον
Plural προκάμνωμεν προκάμνητε προκάμνωσιν*
OptativeSingular προκάμνοιμι προκάμνοις προκάμνοι
Dual προκάμνοιτον προκαμνοίτην
Plural προκάμνοιμεν προκάμνοιτε προκάμνοιεν
ImperativeSingular προκάμνε προκαμνέτω
Dual προκάμνετον προκαμνέτων
Plural προκάμνετε προκαμνόντων, προκαμνέτωσαν
Infinitive προκάμνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαμνων προκαμνοντος προκαμνουσα προκαμνουσης προκαμνον προκαμνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκάμνομαι προκάμνει, προκάμνῃ προκάμνεται
Dual προκάμνεσθον προκάμνεσθον
Plural προκαμνόμεθα προκάμνεσθε προκάμνονται
SubjunctiveSingular προκάμνωμαι προκάμνῃ προκάμνηται
Dual προκάμνησθον προκάμνησθον
Plural προκαμνώμεθα προκάμνησθε προκάμνωνται
OptativeSingular προκαμνοίμην προκάμνοιο προκάμνοιτο
Dual προκάμνοισθον προκαμνοίσθην
Plural προκαμνοίμεθα προκάμνοισθε προκάμνοιντο
ImperativeSingular προκάμνου προκαμνέσθω
Dual προκάμνεσθον προκαμνέσθων
Plural προκάμνεσθε προκαμνέσθων, προκαμνέσθωσαν
Infinitive προκάμνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαμνομενος προκαμνομενου προκαμνομενη προκαμνομενης προκαμνομενον προκαμνομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενοσ πόνον· (Aeschylus, Eumenides, episode 7:8)

Synonyms

  1. to work or toil before

  2. to grow weary

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION