Ancient Greek-English Dictionary Language

προαποφαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προαποφαίνω προαποφανῶ

Structure: προ (Prefix) + ἀποφαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to declare before, to declare one's, before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποφαίνω προαποφαίνεις προαποφαίνει
Dual προαποφαίνετον προαποφαίνετον
Plural προαποφαίνομεν προαποφαίνετε προαποφαίνουσιν*
SubjunctiveSingular προαποφαίνω προαποφαίνῃς προαποφαίνῃ
Dual προαποφαίνητον προαποφαίνητον
Plural προαποφαίνωμεν προαποφαίνητε προαποφαίνωσιν*
OptativeSingular προαποφαίνοιμι προαποφαίνοις προαποφαίνοι
Dual προαποφαίνοιτον προαποφαινοίτην
Plural προαποφαίνοιμεν προαποφαίνοιτε προαποφαίνοιεν
ImperativeSingular προαπόφαινε προαποφαινέτω
Dual προαποφαίνετον προαποφαινέτων
Plural προαποφαίνετε προαποφαινόντων, προαποφαινέτωσαν
Infinitive προαποφαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποφαινων προαποφαινοντος προαποφαινουσα προαποφαινουσης προαποφαινον προαποφαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποφαίνομαι προαποφαίνει, προαποφαίνῃ προαποφαίνεται
Dual προαποφαίνεσθον προαποφαίνεσθον
Plural προαποφαινόμεθα προαποφαίνεσθε προαποφαίνονται
SubjunctiveSingular προαποφαίνωμαι προαποφαίνῃ προαποφαίνηται
Dual προαποφαίνησθον προαποφαίνησθον
Plural προαποφαινώμεθα προαποφαίνησθε προαποφαίνωνται
OptativeSingular προαποφαινοίμην προαποφαίνοιο προαποφαίνοιτο
Dual προαποφαίνοισθον προαποφαινοίσθην
Plural προαποφαινοίμεθα προαποφαίνοισθε προαποφαίνοιντο
ImperativeSingular προαποφαίνου προαποφαινέσθω
Dual προαποφαίνεσθον προαποφαινέσθων
Plural προαποφαίνεσθε προαποφαινέσθων, προαποφαινέσθωσαν
Infinitive προαποφαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποφαινομενος προαποφαινομενου προαποφαινομενη προαποφαινομενης προαποφαινομενον προαποφαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦ γὰρ Μετέλλου φήσαντοσ μὴ ὀμόσειν, τότε μὲν ἡ βουλῇ διελύθη, μετὰ δὲ ἡμέρασ ὀλίγασ τοῦ Σατορνίνου πρὸσ τὸ βῆμα τοὺσ συγκλητικοὺσ ἀνακαλουμένου καὶ τὸν ὁρ́κον ὀμνύειν ἀναγκάζοντοσ ὁ Μάριοσ παρελθών, γενομένησ σιωπῆσ καὶ πάντων εἰσ ἐκεῖνου ἀνηρτημένων, μακρὰ χαίρειν φράσασ τοῖσ ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθεῖσιν ἀπὸ φωνῆσ, οὐχ οὕτω πλατὺν ἔφη φορεῖν τὸν τράχηλον ὡσ προαποφαίνεσθαι καθἀπαξ εἰσ πρᾶγμα τηλικοῦτον, ἀλλ’ ὀμεῖσθαι καὶ τῷ νόμῳ πειθαρχήσειν, εἴπερ ἔστι νόμοσ· (Plutarch, Caius Marius, chapter 29 4:1)

Synonyms

  1. to declare before

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION