헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορθμεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πορθμεύω πορθμεύσω

형태분석: πορθμεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: porqmo/s

  1. 나르다, 가져오다, 운반하다, 전달하다, 통하다, 넘어서다, 들다
  1. to carry or ferry over, to carry, bring, to be carried or ferried over, to pass from place to place, to pass through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορθμεύω

(나는) 나른다

πορθμεύεις

(너는) 나른다

πορθμεύει

(그는) 나른다

쌍수 πορθμεύετον

(너희 둘은) 나른다

πορθμεύετον

(그 둘은) 나른다

복수 πορθμεύομεν

(우리는) 나른다

πορθμεύετε

(너희는) 나른다

πορθμεύουσιν*

(그들은) 나른다

접속법단수 πορθμεύω

(나는) 나르자

πορθμεύῃς

(너는) 나르자

πορθμεύῃ

(그는) 나르자

쌍수 πορθμεύητον

(너희 둘은) 나르자

πορθμεύητον

(그 둘은) 나르자

복수 πορθμεύωμεν

(우리는) 나르자

πορθμεύητε

(너희는) 나르자

πορθμεύωσιν*

(그들은) 나르자

기원법단수 πορθμεύοιμι

(나는) 나르기를 (바라다)

πορθμεύοις

(너는) 나르기를 (바라다)

πορθμεύοι

(그는) 나르기를 (바라다)

쌍수 πορθμεύοιτον

(너희 둘은) 나르기를 (바라다)

πορθμευοίτην

(그 둘은) 나르기를 (바라다)

복수 πορθμεύοιμεν

(우리는) 나르기를 (바라다)

πορθμεύοιτε

(너희는) 나르기를 (바라다)

πορθμεύοιεν

(그들은) 나르기를 (바라다)

명령법단수 πόρθμευε

(너는) 날라라

πορθμευέτω

(그는) 날라라

쌍수 πορθμεύετον

(너희 둘은) 날라라

πορθμευέτων

(그 둘은) 날라라

복수 πορθμεύετε

(너희는) 날라라

πορθμευόντων, πορθμευέτωσαν

(그들은) 날라라

부정사 πορθμεύειν

나르는 것

분사 남성여성중성
πορθμευων

πορθμευοντος

πορθμευουσα

πορθμευουσης

πορθμευον

πορθμευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορθμεύομαι

(나는) 날러진다

πορθμεύει, πορθμεύῃ

(너는) 날러진다

πορθμεύεται

(그는) 날러진다

쌍수 πορθμεύεσθον

(너희 둘은) 날러진다

πορθμεύεσθον

(그 둘은) 날러진다

복수 πορθμευόμεθα

(우리는) 날러진다

πορθμεύεσθε

(너희는) 날러진다

πορθμεύονται

(그들은) 날러진다

접속법단수 πορθμεύωμαι

(나는) 날러지자

πορθμεύῃ

(너는) 날러지자

πορθμεύηται

(그는) 날러지자

쌍수 πορθμεύησθον

(너희 둘은) 날러지자

πορθμεύησθον

(그 둘은) 날러지자

복수 πορθμευώμεθα

(우리는) 날러지자

πορθμεύησθε

(너희는) 날러지자

πορθμεύωνται

(그들은) 날러지자

기원법단수 πορθμευοίμην

(나는) 날러지기를 (바라다)

πορθμεύοιο

(너는) 날러지기를 (바라다)

πορθμεύοιτο

(그는) 날러지기를 (바라다)

쌍수 πορθμεύοισθον

(너희 둘은) 날러지기를 (바라다)

πορθμευοίσθην

(그 둘은) 날러지기를 (바라다)

복수 πορθμευοίμεθα

(우리는) 날러지기를 (바라다)

πορθμεύοισθε

(너희는) 날러지기를 (바라다)

πορθμεύοιντο

(그들은) 날러지기를 (바라다)

명령법단수 πορθμεύου

(너는) 날러져라

πορθμευέσθω

(그는) 날러져라

쌍수 πορθμεύεσθον

(너희 둘은) 날러져라

πορθμευέσθων

(그 둘은) 날러져라

복수 πορθμεύεσθε

(너희는) 날러져라

πορθμευέσθων, πορθμευέσθωσαν

(그들은) 날러져라

부정사 πορθμεύεσθαι

날러지는 것

분사 남성여성중성
πορθμευομενος

πορθμευομενου

πορθμευομενη

πορθμευομενης

πορθμευομενον

πορθμευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορθμεύσω

(나는) 나르겠다

πορθμεύσεις

(너는) 나르겠다

πορθμεύσει

(그는) 나르겠다

쌍수 πορθμεύσετον

(너희 둘은) 나르겠다

πορθμεύσετον

(그 둘은) 나르겠다

복수 πορθμεύσομεν

(우리는) 나르겠다

πορθμεύσετε

(너희는) 나르겠다

πορθμεύσουσιν*

(그들은) 나르겠다

기원법단수 πορθμεύσοιμι

(나는) 나르겠기를 (바라다)

πορθμεύσοις

(너는) 나르겠기를 (바라다)

πορθμεύσοι

(그는) 나르겠기를 (바라다)

쌍수 πορθμεύσοιτον

(너희 둘은) 나르겠기를 (바라다)

πορθμευσοίτην

(그 둘은) 나르겠기를 (바라다)

복수 πορθμεύσοιμεν

(우리는) 나르겠기를 (바라다)

πορθμεύσοιτε

(너희는) 나르겠기를 (바라다)

πορθμεύσοιεν

(그들은) 나르겠기를 (바라다)

부정사 πορθμεύσειν

나를 것

분사 남성여성중성
πορθμευσων

πορθμευσοντος

πορθμευσουσα

πορθμευσουσης

πορθμευσον

πορθμευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορθμεύσομαι

(나는) 날러지겠다

πορθμεύσει, πορθμεύσῃ

(너는) 날러지겠다

πορθμεύσεται

(그는) 날러지겠다

쌍수 πορθμεύσεσθον

(너희 둘은) 날러지겠다

πορθμεύσεσθον

(그 둘은) 날러지겠다

복수 πορθμευσόμεθα

(우리는) 날러지겠다

πορθμεύσεσθε

(너희는) 날러지겠다

πορθμεύσονται

(그들은) 날러지겠다

기원법단수 πορθμευσοίμην

(나는) 날러지겠기를 (바라다)

πορθμεύσοιο

(너는) 날러지겠기를 (바라다)

πορθμεύσοιτο

(그는) 날러지겠기를 (바라다)

쌍수 πορθμεύσοισθον

(너희 둘은) 날러지겠기를 (바라다)

πορθμευσοίσθην

(그 둘은) 날러지겠기를 (바라다)

복수 πορθμευσοίμεθα

(우리는) 날러지겠기를 (바라다)

πορθμεύσοισθε

(너희는) 날러지겠기를 (바라다)

πορθμεύσοιντο

(그들은) 날러지겠기를 (바라다)

부정사 πορθμεύσεσθαι

날러질 것

분사 남성여성중성
πορθμευσομενος

πορθμευσομενου

πορθμευσομενη

πορθμευσομενης

πορθμευσομενον

πορθμευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπόρθμευον

(나는) 나르고 있었다

ἐπόρθμευες

(너는) 나르고 있었다

ἐπόρθμευεν*

(그는) 나르고 있었다

쌍수 ἐπορθμεύετον

(너희 둘은) 나르고 있었다

ἐπορθμευέτην

(그 둘은) 나르고 있었다

복수 ἐπορθμεύομεν

(우리는) 나르고 있었다

ἐπορθμεύετε

(너희는) 나르고 있었다

ἐπόρθμευον

(그들은) 나르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπορθμευόμην

(나는) 날러지고 있었다

ἐπορθμεύου

(너는) 날러지고 있었다

ἐπορθμεύετο

(그는) 날러지고 있었다

쌍수 ἐπορθμεύεσθον

(너희 둘은) 날러지고 있었다

ἐπορθμευέσθην

(그 둘은) 날러지고 있었다

복수 ἐπορθμευόμεθα

(우리는) 날러지고 있었다

ἐπορθμεύεσθε

(너희는) 날러지고 있었다

ἐπορθμεύοντο

(그들은) 날러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦ δὲ περίπλου τοῦδε τὸ μὲν Τυρρηνικὸν πέλαγοσ διαπλέουσιν ἐπὶ τὰσ στήλασ τὰσ Ἡρακλείουσ, τὸν δ’ ἑσπέριον καὶ τὸν βόρειον ὠκεανὸν οὐ περῶσιν, ὅτι μὴ πορθμεύεσθαι μόνον ἐπὶ Βρεττανούσ, καὶ τοῦτσ ταῖσ ἀμπώτεσι τοῦ πελάγουσ συμφερόμενοι· (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 1:3)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 1 1:3)

  • καὶ αἱ σύρροιαι δὲ ὡσαύτωσ ὠφελοῦσι κατὰ τὰσ ἐπὶ πολὺ πλήμασ διαχεομένασ ἐπὶ τῶν διειργόντων ἰσθμῶν τοὺσ πόρουσ καὶ πλωτοὺσ ἀπεργαζομένασ, ὥστε πορθμεύεσθαι καὶ ἐκ τῶν ποταμῶν εἰσ τὰσ ἀναχύσεισ κἀκεῖθεν δεῦρο. (Strabo, Geography, book 3, chapter 2 10:4)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 2 10:4)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION