헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορφυρίς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πορφυρίς πορφυρίδος

형태분석: πορφυριδ (어간) + ς (어미)

어원: porfu/ra

  1. a purple garment or covering
  2. a red-coloured bird

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δὲ ἐσθῆτα τὴν ποικίλην καὶ τὰσ πορφυρίδασ ἐκείνασ ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείωσ πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντεσ τῶν χρωμάτων, Εἄρ ἤδη, λέγοντεσ, καί, Πόθεν ὁ ταὼσ οὗτοσ; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:6)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:6)

  • πῶσ γὰρ οὐ γελοῖοι μὲν πλουτοῦντεσ αὐτοὶ καὶ τὰσ πορφυρίδασ προφαίνοντεσ καὶ τοὺσ δακτυλίουσ προτείνοντεσ καὶ πολλὴν κατηγοροῦντεσ ἀπειροκαλίαν, τὸ δὲ καινότατον, τοὺσ ἐντυγχάνοντασ ἀλλοτρίᾳ φωνῇ προσαγορεύοντεσ, ἀγαπᾶν ἀξιοῦντεσ, ὅτι μόνον αὐτοὺσ προσέβλεψαν, οἱ δὲ σεμνότεροι καὶ προσκυνεῖσθαι. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 21:2)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 21:2)

  • ὁ δέ, Ἄπαγε, φησί, γυναικεῖον λέγεισ καὶ μαλθακὸν ἐπὶ θρόνου καθίζεσθαι ἢ σκίμποδοσ, ὥσπερ ὑμεῖσ μαλακῆσ ταύτησ εὐνῆσ μικροῦ δεῖν ὕπτιοι κατακείμενοι ἑστιᾶσθε πορφυρίδασ ὑποβεβλημένοι· (Lucian, Symposium, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 13:2)

  • εἰπέ μοι, ἔφην, ὦ γύναι, ποτέρωσ ἄν με κρίναισ ἀξιοφίλητον μᾶλλον εἶναι χρημάτων κοινωνόν, εἴ σοι αὐτὰ τὰ ὄντα ἀποδεικνύοιμι, καὶ μήτε κομπάζοιμι ὡσ πλείω τῶν ὄντων ἔστι μοι, μήτε ἀποκρυπτοίμην τι τῶν ὄντων μηδέν, ἢ εἰ πειρῴμην σε ἐξαπατᾶν λέγων τε ὡσ πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων, ἐπιδεικνύσ τε ἀργύριον κίβδηλον δηλοίην σε καὶ ὁρ́μουσ ὑποξύλουσ καὶ πορφυρίδασ ἐξιτήλουσ φαίην ἀληθινὰσ εἶναι; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 10 4:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 10 4:1)

  • καὶ δὴ μάρτυρασ τούτων ἐκάλει τοὺσ νέουσ καὶ σοβαρωτέρουσ, ὧν ἐβδελύττοντο τὰσ πορφυρίδασ καὶ τὰσ κόμασ καὶ τὰ φάλαρα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον, ὃν ὥσπερ οὐ δίκην ὑφέξοντεσ, ἀλλ’ ὡσ εἰσ πομπὴν προϊόντεσ περιέκειντο. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 57:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 57:1)

유의어

  1. a red-coloured bird

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION