Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυμαθής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυμαθής πολυμαθές

Structure: πολυμαθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: maqei=n

Sense

  1. Having learnt much, knowing much
  2. Ἀριστοφάνους, Σφήκες, 1175

Examples

  • "ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ ὑπ’ τοῦ πολυμαθεστάτου γραφὲν Ἀριστοτέλουσ εἰσ Ἑρμείαν τὸν Ἀταρνέα οὐ παιάν ἐστιν, ὡσ ὁ τὴν τῆσ ἀσεβείασ κατὰ τοῦ φιλοσόφου γραφὴν ἀπενεγκάμενοσ Δημόφιλοσ εἰσέδωκε,7 παρασκευασθεὶσ ὑπ’ Εὐρυμέδοντοσ, ὡσ ἀσεβοῦντοσ καὶ ᾄδοντοσ ἐν τοῖσ συσσιτίοισ ὁσημέραι εἰσ τὸν Ἑρμείαν παιᾶνα, ὅτι δὲ παιᾶνοσ οὐδεμίαν ἔμφασιν παρέχει τὸ ἆσμα, ἀλλὰ τῶν σκολίων ἕν τι καὶ αὐτὸ εἶδόσ ἐστιν ἐξ αὐτῆσ τῆσ λέξεωσ φανερὸν ὑμῖν ποιήσω· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 512)

Synonyms

  1. Having learnt much

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION