- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολυμαθής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: polymathēs 고전 발음: [뽈뤼마테:] 신약 발음: [뽈뤼마테]

기본형: πολυμαθής πολυμαθές

형태분석: πολυμαθη (어간) + ς (어미)

어원: μαθεῖν

  1. Having learnt much, knowing much
  2. Ἀριστοφάνους, Σφήκες, 1175

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολυμαθής

(이)가

πολύμαθες

(것)가

속격 πολυμαθούς

(이)의

πολυμάθους

(것)의

여격 πολυμαθεί

(이)에게

πολυμάθει

(것)에게

대격 πολυμαθή

(이)를

πολύμαθες

(것)를

호격 πολυμαθές

(이)야

πολύμαθες

(것)야

쌍수주/대/호 πολυμαθεί

(이)들이

πολυμάθει

(것)들이

속/여 πολυμαθοίν

(이)들의

πολυμάθοιν

(것)들의

복수주격 πολυμαθείς

(이)들이

πολυμάθη

(것)들이

속격 πολυμαθών

(이)들의

πολυμάθων

(것)들의

여격 πολυμαθέσι(ν)

(이)들에게

πολυμάθεσι(ν)

(것)들에게

대격 πολυμαθείς

(이)들을

πολυμάθη

(것)들을

호격 πολυμαθείς

(이)들아

πολυμάθη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὔφρων δέ, οὗ καὶ πρὸ βραχέος ἐμνήσθην, ἄνδρες δικασταὶ δικαστὰς γὰρ ὑμᾶς οὐκ ὀκνήσαιμ ἂν καλεῖν ἀναμένων τὴν ὑμετέραν τῶν αἰσθητηρίων κρίσιν ἐν τοῖς Ἀδελφοῖς τῷ δράματι ποιήσας τινὰ μάγειρον πολυμαθῆ καὶ εὐπαίδευτον μνημονεύοντά τε τῶν πρὸ αὑτοῦ τεχνιτῶν καὶ τίνα ἕκαστος εἶχεν ἰδίαν ἀρετὴν καὶ ἐν τίνι ἐπλεονέκτει, ὅμως οὐδενὸς ἐμνήσθη τοιούτου ὧν ἐγὼ ὑμῖν πολλάκις τυγχάνω παρασκευάζων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 241)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 241)

  • δυεῖν δ ἀδελφῶν ἐκ μιᾶς μητρὸς καὶ πατρὸς ταὐτοῦ γεγονότων, οὐθεὶς ἑώρακε τὸν μέν, ὡς τὸν ἐκ τῆς Στοᾶς σοφόν, ὁμοῦ καλὸν εὔχαριν ἐλευθέριον ἔντιμον πλούσιον δεινὸν εἰπεῖν πολυμαθῆ φιλάνθρωπον, τὸν δ ἕτερον αἰσχρὸν ἄχαριν ἀνελεύθερον ἄτιμον ἄπορον ἀσθενῆ περὶ λόγον ἀμαθῆ μισάνθρωπον. (Plutarch, De fraterno amore, section 13 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 13 1:1)

  • οὐ σὺ μέντοι τὸν Κολοφώνιον Νίκανδρον ἀεὶ τεθαύμακας τὸν ἐποποιὸν ὡς φιλάρχαιον καὶ πολυμαθῆ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 100 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 100 2:2)

유의어

  1. Having learnt much

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION