Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυμαθής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυμαθής πολυμαθές

Structure: πολυμαθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: maqei=n

Sense

  1. Having learnt much, knowing much
  2. Ἀριστοφάνους, Σφήκες, 1175

Examples

  • "ὑπόσφαγμα δ’ αἷμα ἑφθὸν καὶ σίλφιον καὶ ἕψημα ἢ μέλι καὶ ὄξοσ καὶ γάλα καὶ τυρὸσ καὶ φύλλα εὐώδη τετμημένα" ὁ δὲ πολυμαθέστατοσ Ἀρχέστρατόσ φησιν σηπίαι Ἀβδήροισ τε Μαρωνείᾳ τ’ ἐνὶ μέσσῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 124 1:6)
  • Ἀριστοτέλησ δ’ ἐν τῷ περὶ Ποιητῶν οὕτωσ γράφει οὐκοῦν οὐδὲ ἐμμέτρουσ ὄντασ τοὺσ καλουμένουσ Σώφρονοσ μίμουσ μὴ φῶμεν εἶναι λόγουσ, ἢ μὴ μιμήσεισ τοὺσ Ἀλεξαμενοῦ τοῦ Τηίου τοὺσ πρώτουσ γραφέντασ τῶν Σωκρατικῶν λόγουσ ἄντικρυσ φάσκων ὁ πολυμαθέστατοσ Ἀριστοτέλησ πρὸ Πλάτωνοσ διαλόγουσ γεγραφέναι τὸν Ἀλεξαμενόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 112 5:1)
  • ἐντεῦθεν δ’ ἐστὶ Ποσειδώνιοσ ὁ στωικόσ, ἀνὴρ τῶν καθ’ ἡμᾶσ φιλοσόφων πολυμαθέστατοσ. (Strabo, Geography, book 16, chapter 2 20:17)

Synonyms

  1. Having learnt much

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION