Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυκρατής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυκρατής πολυκρατές

Structure: πολυκρατη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: kra/tos

Sense

  1. very mighty

Examples

  • ὦ μοῖρα πολυκρατέσ· (Bacchylides, , epinicians, ode 9 2:2)
  • παροιμίαν τινὰ παλαιὰν, ὦ Πολύκρατεσ, δείσασ μοι δοκεῖ τὸ δύσφημον αὐτῆσ, ὁ φιλόσοφοσ Χρύσιπποσ, οὐχ ὃν ἔχει τρόπον, ἀλλ’ ὡσ αὐτὸσ ᾤετο βέλτιον εἶναι, διατίθεται, τίσ πατέρ’ αἰνήσει, εὶ μὴ εὐδαίμονεσ υἱοί; (Plutarch, Aratus, chapter 1 1:1)
  • τοιγὰρ ἐγὼν εἴποιμι, Πολύκρατεσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 12)
  • τὰ δὲ ὅπλα σὺ ἐλθὼν εἰπέ, ὦ Πολύκρατεσ, ὅτι ἐγὼ κελεύω καταλιπεῖν, καὶ αὐτὸσ ἐκεῖ καταλιπὼν τὴν μάχαιραν εἴσιθι. (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 37:2)

Synonyms

  1. very mighty

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION