헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλουτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλουτέω πλουτήσω

형태분석: πλουτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: plou=tos

  1. 풍부하다
  1. to be rich, wealthy, to be rich
  2. to be rich in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλούτω

πλούτεις

πλούτει

쌍수 πλούτειτον

πλούτειτον

복수 πλούτουμεν

πλούτειτε

πλούτουσιν*

접속법단수 πλούτω

πλούτῃς

πλούτῃ

쌍수 πλούτητον

πλούτητον

복수 πλούτωμεν

πλούτητε

πλούτωσιν*

기원법단수 πλούτοιμι

πλούτοις

πλούτοι

쌍수 πλούτοιτον

πλουτοίτην

복수 πλούτοιμεν

πλούτοιτε

πλούτοιεν

명령법단수 πλοῦτει

πλουτεῖτω

쌍수 πλούτειτον

πλουτεῖτων

복수 πλούτειτε

πλουτοῦντων, πλουτεῖτωσαν

부정사 πλούτειν

분사 남성여성중성
πλουτων

πλουτουντος

πλουτουσα

πλουτουσης

πλουτουν

πλουτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλούτουμαι

πλούτει, πλούτῃ

πλούτειται

쌍수 πλούτεισθον

πλούτεισθον

복수 πλουτοῦμεθα

πλούτεισθε

πλούτουνται

접속법단수 πλούτωμαι

πλούτῃ

πλούτηται

쌍수 πλούτησθον

πλούτησθον

복수 πλουτώμεθα

πλούτησθε

πλούτωνται

기원법단수 πλουτοίμην

πλούτοιο

πλούτοιτο

쌍수 πλούτοισθον

πλουτοίσθην

복수 πλουτοίμεθα

πλούτοισθε

πλούτοιντο

명령법단수 πλούτου

πλουτεῖσθω

쌍수 πλούτεισθον

πλουτεῖσθων

복수 πλούτεισθε

πλουτεῖσθων, πλουτεῖσθωσαν

부정사 πλούτεισθαι

분사 남성여성중성
πλουτουμενος

πλουτουμενου

πλουτουμενη

πλουτουμενης

πλουτουμενον

πλουτουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 풍부하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION