헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλοκαμίς

3군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλοκαμίς πλοκαμῖδος

형태분석: πλοκαμιδ (어간) + ς (어미)

어원: = plo/kamos

  1. a lock or braid of hair, curling hair

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κομᾶν τε γὰρ τοὺσ ἄρρενασ ὥσπερ τὰσ παρθένουσ ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένουσ καὶ βοστρυχιζομένουσ καὶ κεκρυφάλοισ τὰσ πλοκαμίδασ ἀναδοῦντασ ἐνδύεσθαί τε ποικίλουσ καὶ ποδήρεισ χιτωνίσκουσ, καὶ χλανιδίοισ ἀμπέχεσθαι λεπτοῖσ καὶ μαλακοῖσ, καὶ δίαιταν ἔχειν ὑπὸ σκιαῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 9 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 9 6:1)

  • ἔθοσ δὲ παρ’ αὐτοῖσ καὶ τοὺσ παῖδασ μέχρι τῆσ τῶν ἐφήβων ἡλικίασ ἁλουργίδασ τε φορεῖν καὶ πλοκαμῖδασ ἀναδεδεμένουσ χρυσοφορεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 161)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 161)

  • "ὑπεδέδεντο δὲ καὶ πολυσχιδῆ σανδάλια τοῦ θέρουσ, τοῦ δὲ χειμῶνοσ ἐν γυναικείοισ ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντεσ κόμασ τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδασ ἔχειν ἤσκουν, διειλημμένοι τὰσ κεφαλὰσ διαδήμασι μηλίνοισ καὶ πορφυροῖσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 74 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 74 1:6)

  • φαίνετο μέν, φᾶροσ δὲ συνήγαγεν ἄντυγι μηρῶν, χρυσείῃ πλοκαμῖδασ ὑποσφίγξασα καλύπτρῃ. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 16:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 16:1)

  • ἡ πάροσ ἀγλαϊῄσι μετάρσιοσ, ἡ πλοκαμῖδασ σειομένη πλεκτὰσ, καὶ σοβαρευομένη, ἡ μεγαλαυχήσασα καθ’ ἡμετέρησ μελεδώνησ, γήραϊ ῥικνώδησ, τὴν πρὶν ἀφῆκε χάριν. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2731)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2731)

  • ὦ ξυρὸν οὐράνιον, ξυρὸν ὄλβιον, ᾧ πλοκαμῖδασ κειραμένη πλεκτὰσ ἄνθετο Παμφίλιον, οὔ σέ τισ ἀνθρώπων χαλκεύσατο· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 611)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 611)

유의어

  1. a lock or braid of hair

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION