περιτομή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιτομή
περιτομῆς
형태분석:
περιτομ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 할례, 포피 절단
- circular incision
- circumcision
- one who is circumcised
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴσ τῆσ οἰκίασ σου καὶ ὁ ἀργυρώνητοσ, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ τῆσ σαρκὸσ ὑμῶν εἰσ διαθήκην αἰώνιον. (Septuagint, Liber Genesis 17:13)
(70인역 성경, 창세기 17:13)
- περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ ἐὰν νόμον πράσσῃσ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 63:1)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 63:1)
- ἐὰν δὲ παραβάτησ νόμου ᾖσ, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 63:2)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 63:2)
- οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ιοὐδαῖόσ ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 66:1)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 66:1)
- ἀλλ’ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ιοὐδαῖοσ, καὶ περιτομὴ καρδίασ ἐν πνεύματι οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινοσ οὐκ ἐξ ἀνθρώπων ἀλλ’ ἐκ τοῦ θεοῦ. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 67:1)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 67:1)
유의어
-
할례
- ψωλός (one circumcised, lewd)
-
one who is circumcised
- ψωλός (one circumcised, lewd)