Ancient Greek-English Dictionary Language

περιλάμπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιλάμπω περιλάμψω

Structure: περι (Prefix) + λάμπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to beam around
  2. to shine around, to be illumined

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλάμπω περιλάμπεις περιλάμπει
Dual περιλάμπετον περιλάμπετον
Plural περιλάμπομεν περιλάμπετε περιλάμπουσιν*
SubjunctiveSingular περιλάμπω περιλάμπῃς περιλάμπῃ
Dual περιλάμπητον περιλάμπητον
Plural περιλάμπωμεν περιλάμπητε περιλάμπωσιν*
OptativeSingular περιλάμποιμι περιλάμποις περιλάμποι
Dual περιλάμποιτον περιλαμποίτην
Plural περιλάμποιμεν περιλάμποιτε περιλάμποιεν
ImperativeSingular περιλάμπε περιλαμπέτω
Dual περιλάμπετον περιλαμπέτων
Plural περιλάμπετε περιλαμπόντων, περιλαμπέτωσαν
Infinitive περιλάμπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμπων περιλαμποντος περιλαμπουσα περιλαμπουσης περιλαμπον περιλαμποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλάμπομαι περιλάμπει, περιλάμπῃ περιλάμπεται
Dual περιλάμπεσθον περιλάμπεσθον
Plural περιλαμπόμεθα περιλάμπεσθε περιλάμπονται
SubjunctiveSingular περιλάμπωμαι περιλάμπῃ περιλάμπηται
Dual περιλάμπησθον περιλάμπησθον
Plural περιλαμπώμεθα περιλάμπησθε περιλάμπωνται
OptativeSingular περιλαμποίμην περιλάμποιο περιλάμποιτο
Dual περιλάμποισθον περιλαμποίσθην
Plural περιλαμποίμεθα περιλάμποισθε περιλάμποιντο
ImperativeSingular περιλάμπου περιλαμπέσθω
Dual περιλάμπεσθον περιλαμπέσθων
Plural περιλάμπεσθε περιλαμπέσθων, περιλαμπέσθωσαν
Infinitive περιλάμπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμπομενος περιλαμπομενου περιλαμπομενη περιλαμπομενης περιλαμπομενον περιλαμπομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλάμψω περιλάμψεις περιλάμψει
Dual περιλάμψετον περιλάμψετον
Plural περιλάμψομεν περιλάμψετε περιλάμψουσιν*
OptativeSingular περιλάμψοιμι περιλάμψοις περιλάμψοι
Dual περιλάμψοιτον περιλαμψοίτην
Plural περιλάμψοιμεν περιλάμψοιτε περιλάμψοιεν
Infinitive περιλάμψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμψων περιλαμψοντος περιλαμψουσα περιλαμψουσης περιλαμψον περιλαμψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλάμψομαι περιλάμψει, περιλάμψῃ περιλάμψεται
Dual περιλάμψεσθον περιλάμψεσθον
Plural περιλαμψόμεθα περιλάμψεσθε περιλάμψονται
OptativeSingular περιλαμψοίμην περιλάμψοιο περιλάμψοιτο
Dual περιλάμψοισθον περιλαμψοίσθην
Plural περιλαμψοίμεθα περιλάμψοισθε περιλάμψοιντο
Infinitive περιλάμψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμψομενος περιλαμψομενου περιλαμψομενη περιλαμψομενης περιλαμψομενον περιλαμψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to beam around

  2. to shine around

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION