Ancient Greek-English Dictionary Language

παρορίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρορίζω παρορίσω

Structure: παρ (Prefix) + ὁρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to outstep one's boundaries, encroach on a neighbour's property

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρορίζω παρορίζεις παρορίζει
Dual παρορίζετον παρορίζετον
Plural παρορίζομεν παρορίζετε παρορίζουσιν*
SubjunctiveSingular παρορίζω παρορίζῃς παρορίζῃ
Dual παρορίζητον παρορίζητον
Plural παρορίζωμεν παρορίζητε παρορίζωσιν*
OptativeSingular παρορίζοιμι παρορίζοις παρορίζοι
Dual παρορίζοιτον παροριζοίτην
Plural παρορίζοιμεν παρορίζοιτε παρορίζοιεν
ImperativeSingular παρόριζε παροριζέτω
Dual παρορίζετον παροριζέτων
Plural παρορίζετε παροριζόντων, παροριζέτωσαν
Infinitive παρορίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παροριζων παροριζοντος παροριζουσα παροριζουσης παροριζον παροριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρορίζομαι παρορίζει, παρορίζῃ παρορίζεται
Dual παρορίζεσθον παρορίζεσθον
Plural παροριζόμεθα παρορίζεσθε παρορίζονται
SubjunctiveSingular παρορίζωμαι παρορίζῃ παρορίζηται
Dual παρορίζησθον παρορίζησθον
Plural παροριζώμεθα παρορίζησθε παρορίζωνται
OptativeSingular παροριζοίμην παρορίζοιο παρορίζοιτο
Dual παρορίζοισθον παροριζοίσθην
Plural παροριζοίμεθα παρορίζοισθε παρορίζοιντο
ImperativeSingular παρορίζου παροριζέσθω
Dual παρορίζεσθον παροριζέσθων
Plural παρορίζεσθε παροριζέσθων, παροριζέσθωσαν
Infinitive παρορίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παροριζομενος παροριζομενου παροριζομενη παροριζομενης παροριζομενον παροριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κἂν μέχρισ Ἡρακλέουσ στηλῶν ἔλθῃσ παρορίζων, γῆσ μέροσ ἀνθρώποισ πᾶσιν ἴσον σε μένει, κείσῃ δ’ Ἴρῳ ὅμοιοσ, ἔχων ὀβολοῦ πλέον οὐδὲν, εἰσ τὴν οὐκέτι σὴν γῆν ἀναλυόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2091)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION