헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρηγορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρηγορέω παρηγορήσω παρησα

형태분석: παρ (접두사) + ἠγορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: parh/goros

  1. 충고하다, 조언하다, 권고하다, 경고하다
  2. 진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다
  1. to address, exhort, to advise
  2. to console, appease

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγόρω

(나는) 충고한다

παρηγόρεις

(너는) 충고한다

παρηγόρει

(그는) 충고한다

쌍수 παρηγόρειτον

(너희 둘은) 충고한다

παρηγόρειτον

(그 둘은) 충고한다

복수 παρηγόρουμεν

(우리는) 충고한다

παρηγόρειτε

(너희는) 충고한다

παρηγόρουσιν*

(그들은) 충고한다

접속법단수 παρηγόρω

(나는) 충고하자

παρηγόρῃς

(너는) 충고하자

παρηγόρῃ

(그는) 충고하자

쌍수 παρηγόρητον

(너희 둘은) 충고하자

παρηγόρητον

(그 둘은) 충고하자

복수 παρηγόρωμεν

(우리는) 충고하자

παρηγόρητε

(너희는) 충고하자

παρηγόρωσιν*

(그들은) 충고하자

기원법단수 παρηγόροιμι

(나는) 충고하기를 (바라다)

παρηγόροις

(너는) 충고하기를 (바라다)

παρηγόροι

(그는) 충고하기를 (바라다)

쌍수 παρηγόροιτον

(너희 둘은) 충고하기를 (바라다)

παρηγοροίτην

(그 둘은) 충고하기를 (바라다)

복수 παρηγόροιμεν

(우리는) 충고하기를 (바라다)

παρηγόροιτε

(너희는) 충고하기를 (바라다)

παρηγόροιεν

(그들은) 충고하기를 (바라다)

명령법단수 παρηγο͂ρει

(너는) 충고해라

παρηγορεῖτω

(그는) 충고해라

쌍수 παρηγόρειτον

(너희 둘은) 충고해라

παρηγορεῖτων

(그 둘은) 충고해라

복수 παρηγόρειτε

(너희는) 충고해라

παρηγοροῦντων, παρηγορεῖτωσαν

(그들은) 충고해라

부정사 παρηγόρειν

충고하는 것

분사 남성여성중성
παρηγορων

παρηγορουντος

παρηγορουσα

παρηγορουσης

παρηγορουν

παρηγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγόρουμαι

(나는) 충고된다

παρηγόρει, παρηγόρῃ

(너는) 충고된다

παρηγόρειται

(그는) 충고된다

쌍수 παρηγόρεισθον

(너희 둘은) 충고된다

παρηγόρεισθον

(그 둘은) 충고된다

복수 παρηγοροῦμεθα

(우리는) 충고된다

παρηγόρεισθε

(너희는) 충고된다

παρηγόρουνται

(그들은) 충고된다

접속법단수 παρηγόρωμαι

(나는) 충고되자

παρηγόρῃ

(너는) 충고되자

παρηγόρηται

(그는) 충고되자

쌍수 παρηγόρησθον

(너희 둘은) 충고되자

παρηγόρησθον

(그 둘은) 충고되자

복수 παρηγορώμεθα

(우리는) 충고되자

παρηγόρησθε

(너희는) 충고되자

παρηγόρωνται

(그들은) 충고되자

기원법단수 παρηγοροίμην

(나는) 충고되기를 (바라다)

παρηγόροιο

(너는) 충고되기를 (바라다)

παρηγόροιτο

(그는) 충고되기를 (바라다)

쌍수 παρηγόροισθον

(너희 둘은) 충고되기를 (바라다)

παρηγοροίσθην

(그 둘은) 충고되기를 (바라다)

복수 παρηγοροίμεθα

(우리는) 충고되기를 (바라다)

παρηγόροισθε

(너희는) 충고되기를 (바라다)

παρηγόροιντο

(그들은) 충고되기를 (바라다)

명령법단수 παρηγόρου

(너는) 충고되어라

παρηγορεῖσθω

(그는) 충고되어라

쌍수 παρηγόρεισθον

(너희 둘은) 충고되어라

παρηγορεῖσθων

(그 둘은) 충고되어라

복수 παρηγόρεισθε

(너희는) 충고되어라

παρηγορεῖσθων, παρηγορεῖσθωσαν

(그들은) 충고되어라

부정사 παρηγόρεισθαι

충고되는 것

분사 남성여성중성
παρηγορουμενος

παρηγορουμενου

παρηγορουμενη

παρηγορουμενης

παρηγορουμενον

παρηγορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγορήσω

(나는) 충고하겠다

παρηγορήσεις

(너는) 충고하겠다

παρηγορήσει

(그는) 충고하겠다

쌍수 παρηγορήσετον

(너희 둘은) 충고하겠다

παρηγορήσετον

(그 둘은) 충고하겠다

복수 παρηγορήσομεν

(우리는) 충고하겠다

παρηγορήσετε

(너희는) 충고하겠다

παρηγορήσουσιν*

(그들은) 충고하겠다

기원법단수 παρηγορήσοιμι

(나는) 충고하겠기를 (바라다)

παρηγορήσοις

(너는) 충고하겠기를 (바라다)

παρηγορήσοι

(그는) 충고하겠기를 (바라다)

쌍수 παρηγορήσοιτον

(너희 둘은) 충고하겠기를 (바라다)

παρηγορησοίτην

(그 둘은) 충고하겠기를 (바라다)

복수 παρηγορήσοιμεν

(우리는) 충고하겠기를 (바라다)

παρηγορήσοιτε

(너희는) 충고하겠기를 (바라다)

παρηγορήσοιεν

(그들은) 충고하겠기를 (바라다)

부정사 παρηγορήσειν

충고할 것

분사 남성여성중성
παρηγορησων

παρηγορησοντος

παρηγορησουσα

παρηγορησουσης

παρηγορησον

παρηγορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγορήσομαι

(나는) 충고되겠다

παρηγορήσει, παρηγορήσῃ

(너는) 충고되겠다

παρηγορήσεται

(그는) 충고되겠다

쌍수 παρηγορήσεσθον

(너희 둘은) 충고되겠다

παρηγορήσεσθον

(그 둘은) 충고되겠다

복수 παρηγορησόμεθα

(우리는) 충고되겠다

παρηγορήσεσθε

(너희는) 충고되겠다

παρηγορήσονται

(그들은) 충고되겠다

기원법단수 παρηγορησοίμην

(나는) 충고되겠기를 (바라다)

παρηγορήσοιο

(너는) 충고되겠기를 (바라다)

παρηγορήσοιτο

(그는) 충고되겠기를 (바라다)

쌍수 παρηγορήσοισθον

(너희 둘은) 충고되겠기를 (바라다)

παρηγορησοίσθην

(그 둘은) 충고되겠기를 (바라다)

복수 παρηγορησοίμεθα

(우리는) 충고되겠기를 (바라다)

παρηγορήσοισθε

(너희는) 충고되겠기를 (바라다)

παρηγορήσοιντο

(그들은) 충고되겠기를 (바라다)

부정사 παρηγορήσεσθαι

충고될 것

분사 남성여성중성
παρηγορησομενος

παρηγορησομενου

παρηγορησομενη

παρηγορησομενης

παρηγορησομενον

παρηγορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγο͂ρουν

(나는) 충고하고 있었다

παρηγο͂ρεις

(너는) 충고하고 있었다

παρηγο͂ρειν*

(그는) 충고하고 있었다

쌍수 παρηγόρειτον

(너희 둘은) 충고하고 있었다

παρηγορεῖτην

(그 둘은) 충고하고 있었다

복수 παρηγόρουμεν

(우리는) 충고하고 있었다

παρηγόρειτε

(너희는) 충고하고 있었다

παρηγο͂ρουν

(그들은) 충고하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγοροῦμην

(나는) 충고되고 있었다

παρηγόρου

(너는) 충고되고 있었다

παρηγόρειτο

(그는) 충고되고 있었다

쌍수 παρηγόρεισθον

(너희 둘은) 충고되고 있었다

παρηγορεῖσθην

(그 둘은) 충고되고 있었다

복수 παρηγοροῦμεθα

(우리는) 충고되고 있었다

παρηγόρεισθε

(너희는) 충고되고 있었다

παρηγόρουντο

(그들은) 충고되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγόρησα

(나는) 충고했다

παρηγόρησας

(너는) 충고했다

παρηγόρησεν*

(그는) 충고했다

쌍수 παρηγορήσατον

(너희 둘은) 충고했다

παρηγορησάτην

(그 둘은) 충고했다

복수 παρηγορήσαμεν

(우리는) 충고했다

παρηγορήσατε

(너희는) 충고했다

παρηγόρησαν

(그들은) 충고했다

접속법단수 παρηγορήσω

(나는) 충고했자

παρηγορήσῃς

(너는) 충고했자

παρηγορήσῃ

(그는) 충고했자

쌍수 παρηγορήσητον

(너희 둘은) 충고했자

παρηγορήσητον

(그 둘은) 충고했자

복수 παρηγορήσωμεν

(우리는) 충고했자

παρηγορήσητε

(너희는) 충고했자

παρηγορήσωσιν*

(그들은) 충고했자

기원법단수 παρηγορήσαιμι

(나는) 충고했기를 (바라다)

παρηγορήσαις

(너는) 충고했기를 (바라다)

παρηγορήσαι

(그는) 충고했기를 (바라다)

쌍수 παρηγορήσαιτον

(너희 둘은) 충고했기를 (바라다)

παρηγορησαίτην

(그 둘은) 충고했기를 (바라다)

복수 παρηγορήσαιμεν

(우리는) 충고했기를 (바라다)

παρηγορήσαιτε

(너희는) 충고했기를 (바라다)

παρηγορήσαιεν

(그들은) 충고했기를 (바라다)

명령법단수 παρηγόρησον

(너는) 충고했어라

παρηγορησάτω

(그는) 충고했어라

쌍수 παρηγορήσατον

(너희 둘은) 충고했어라

παρηγορησάτων

(그 둘은) 충고했어라

복수 παρηγορήσατε

(너희는) 충고했어라

παρηγορησάντων

(그들은) 충고했어라

부정사 παρηγορήσαι

충고했는 것

분사 남성여성중성
παρηγορησᾱς

παρηγορησαντος

παρηγορησᾱσα

παρηγορησᾱσης

παρηγορησαν

παρηγορησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγορησάμην

(나는) 충고되었다

παρηγορήσω

(너는) 충고되었다

παρηγορήσατο

(그는) 충고되었다

쌍수 παρηγορήσασθον

(너희 둘은) 충고되었다

παρηγορησάσθην

(그 둘은) 충고되었다

복수 παρηγορησάμεθα

(우리는) 충고되었다

παρηγορήσασθε

(너희는) 충고되었다

παρηγορήσαντο

(그들은) 충고되었다

접속법단수 παρηγορήσωμαι

(나는) 충고되었자

παρηγορήσῃ

(너는) 충고되었자

παρηγορήσηται

(그는) 충고되었자

쌍수 παρηγορήσησθον

(너희 둘은) 충고되었자

παρηγορήσησθον

(그 둘은) 충고되었자

복수 παρηγορησώμεθα

(우리는) 충고되었자

παρηγορήσησθε

(너희는) 충고되었자

παρηγορήσωνται

(그들은) 충고되었자

기원법단수 παρηγορησαίμην

(나는) 충고되었기를 (바라다)

παρηγορήσαιο

(너는) 충고되었기를 (바라다)

παρηγορήσαιτο

(그는) 충고되었기를 (바라다)

쌍수 παρηγορήσαισθον

(너희 둘은) 충고되었기를 (바라다)

παρηγορησαίσθην

(그 둘은) 충고되었기를 (바라다)

복수 παρηγορησαίμεθα

(우리는) 충고되었기를 (바라다)

παρηγορήσαισθε

(너희는) 충고되었기를 (바라다)

παρηγορήσαιντο

(그들은) 충고되었기를 (바라다)

명령법단수 παρηγόρησαι

(너는) 충고되었어라

παρηγορησάσθω

(그는) 충고되었어라

쌍수 παρηγορήσασθον

(너희 둘은) 충고되었어라

παρηγορησάσθων

(그 둘은) 충고되었어라

복수 παρηγορήσασθε

(너희는) 충고되었어라

παρηγορησάσθων

(그들은) 충고되었어라

부정사 παρηγορήσεσθαι

충고되었는 것

분사 남성여성중성
παρηγορησαμενος

παρηγορησαμενου

παρηγορησαμενη

παρηγορησαμενης

παρηγορησαμενον

παρηγορησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 충고하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION