헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραπλάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραπλάζω παραπλάγξω παρέπλαγξα

형태분석: παρα (접두사) + πλάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 몰다, 운전하다, 이끌다, 박다, 행진하다, 나아가다, 쫓아내다, 꼬드기다
  1. to make to wander from the right way, to drive, from their course, to lead astray, perplex, went aside, to wander from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλάζω

(나는) 몬다

παραπλάζεις

(너는) 몬다

παραπλάζει

(그는) 몬다

쌍수 παραπλάζετον

(너희 둘은) 몬다

παραπλάζετον

(그 둘은) 몬다

복수 παραπλάζομεν

(우리는) 몬다

παραπλάζετε

(너희는) 몬다

παραπλάζουσιν*

(그들은) 몬다

접속법단수 παραπλάζω

(나는) 몰자

παραπλάζῃς

(너는) 몰자

παραπλάζῃ

(그는) 몰자

쌍수 παραπλάζητον

(너희 둘은) 몰자

παραπλάζητον

(그 둘은) 몰자

복수 παραπλάζωμεν

(우리는) 몰자

παραπλάζητε

(너희는) 몰자

παραπλάζωσιν*

(그들은) 몰자

기원법단수 παραπλάζοιμι

(나는) 몰기를 (바라다)

παραπλάζοις

(너는) 몰기를 (바라다)

παραπλάζοι

(그는) 몰기를 (바라다)

쌍수 παραπλάζοιτον

(너희 둘은) 몰기를 (바라다)

παραπλαζοίτην

(그 둘은) 몰기를 (바라다)

복수 παραπλάζοιμεν

(우리는) 몰기를 (바라다)

παραπλάζοιτε

(너희는) 몰기를 (바라다)

παραπλάζοιεν

(그들은) 몰기를 (바라다)

명령법단수 παραπλάζε

(너는) 몰아라

παραπλαζέτω

(그는) 몰아라

쌍수 παραπλάζετον

(너희 둘은) 몰아라

παραπλαζέτων

(그 둘은) 몰아라

복수 παραπλάζετε

(너희는) 몰아라

παραπλαζόντων, παραπλαζέτωσαν

(그들은) 몰아라

부정사 παραπλάζειν

모는 것

분사 남성여성중성
παραπλαζων

παραπλαζοντος

παραπλαζουσα

παραπλαζουσης

παραπλαζον

παραπλαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλάζομαι

(나는) 몰린다

παραπλάζει, παραπλάζῃ

(너는) 몰린다

παραπλάζεται

(그는) 몰린다

쌍수 παραπλάζεσθον

(너희 둘은) 몰린다

παραπλάζεσθον

(그 둘은) 몰린다

복수 παραπλαζόμεθα

(우리는) 몰린다

παραπλάζεσθε

(너희는) 몰린다

παραπλάζονται

(그들은) 몰린다

접속법단수 παραπλάζωμαι

(나는) 몰리자

παραπλάζῃ

(너는) 몰리자

παραπλάζηται

(그는) 몰리자

쌍수 παραπλάζησθον

(너희 둘은) 몰리자

παραπλάζησθον

(그 둘은) 몰리자

복수 παραπλαζώμεθα

(우리는) 몰리자

παραπλάζησθε

(너희는) 몰리자

παραπλάζωνται

(그들은) 몰리자

기원법단수 παραπλαζοίμην

(나는) 몰리기를 (바라다)

παραπλάζοιο

(너는) 몰리기를 (바라다)

παραπλάζοιτο

(그는) 몰리기를 (바라다)

쌍수 παραπλάζοισθον

(너희 둘은) 몰리기를 (바라다)

παραπλαζοίσθην

(그 둘은) 몰리기를 (바라다)

복수 παραπλαζοίμεθα

(우리는) 몰리기를 (바라다)

παραπλάζοισθε

(너희는) 몰리기를 (바라다)

παραπλάζοιντο

(그들은) 몰리기를 (바라다)

명령법단수 παραπλάζου

(너는) 몰려라

παραπλαζέσθω

(그는) 몰려라

쌍수 παραπλάζεσθον

(너희 둘은) 몰려라

παραπλαζέσθων

(그 둘은) 몰려라

복수 παραπλάζεσθε

(너희는) 몰려라

παραπλαζέσθων, παραπλαζέσθωσαν

(그들은) 몰려라

부정사 παραπλάζεσθαι

몰리는 것

분사 남성여성중성
παραπλαζομενος

παραπλαζομενου

παραπλαζομενη

παραπλαζομενης

παραπλαζομενον

παραπλαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλάγξω

(나는) 몰겠다

παραπλάγξεις

(너는) 몰겠다

παραπλάγξει

(그는) 몰겠다

쌍수 παραπλάγξετον

(너희 둘은) 몰겠다

παραπλάγξετον

(그 둘은) 몰겠다

복수 παραπλάγξομεν

(우리는) 몰겠다

παραπλάγξετε

(너희는) 몰겠다

παραπλάγξουσιν*

(그들은) 몰겠다

기원법단수 παραπλάγξοιμι

(나는) 몰겠기를 (바라다)

παραπλάγξοις

(너는) 몰겠기를 (바라다)

παραπλάγξοι

(그는) 몰겠기를 (바라다)

쌍수 παραπλάγξοιτον

(너희 둘은) 몰겠기를 (바라다)

παραπλαγξοίτην

(그 둘은) 몰겠기를 (바라다)

복수 παραπλάγξοιμεν

(우리는) 몰겠기를 (바라다)

παραπλάγξοιτε

(너희는) 몰겠기를 (바라다)

παραπλάγξοιεν

(그들은) 몰겠기를 (바라다)

부정사 παραπλάγξειν

몰 것

분사 남성여성중성
παραπλαγξων

παραπλαγξοντος

παραπλαγξουσα

παραπλαγξουσης

παραπλαγξον

παραπλαγξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλάγξομαι

(나는) 몰리겠다

παραπλάγξει, παραπλάγξῃ

(너는) 몰리겠다

παραπλάγξεται

(그는) 몰리겠다

쌍수 παραπλάγξεσθον

(너희 둘은) 몰리겠다

παραπλάγξεσθον

(그 둘은) 몰리겠다

복수 παραπλαγξόμεθα

(우리는) 몰리겠다

παραπλάγξεσθε

(너희는) 몰리겠다

παραπλάγξονται

(그들은) 몰리겠다

기원법단수 παραπλαγξοίμην

(나는) 몰리겠기를 (바라다)

παραπλάγξοιο

(너는) 몰리겠기를 (바라다)

παραπλάγξοιτο

(그는) 몰리겠기를 (바라다)

쌍수 παραπλάγξοισθον

(너희 둘은) 몰리겠기를 (바라다)

παραπλαγξοίσθην

(그 둘은) 몰리겠기를 (바라다)

복수 παραπλαγξοίμεθα

(우리는) 몰리겠기를 (바라다)

παραπλάγξοισθε

(너희는) 몰리겠기를 (바라다)

παραπλάγξοιντο

(그들은) 몰리겠기를 (바라다)

부정사 παραπλάγξεσθαι

몰릴 것

분사 남성여성중성
παραπλαγξομενος

παραπλαγξομενου

παραπλαγξομενη

παραπλαγξομενης

παραπλαγξομενον

παραπλαγξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέπλαζον

(나는) 몰고 있었다

παρέπλαζες

(너는) 몰고 있었다

παρέπλαζεν*

(그는) 몰고 있었다

쌍수 παρεπλάζετον

(너희 둘은) 몰고 있었다

παρεπλαζέτην

(그 둘은) 몰고 있었다

복수 παρεπλάζομεν

(우리는) 몰고 있었다

παρεπλάζετε

(너희는) 몰고 있었다

παρέπλαζον

(그들은) 몰고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεπλαζόμην

(나는) 몰리고 있었다

παρεπλάζου

(너는) 몰리고 있었다

παρεπλάζετο

(그는) 몰리고 있었다

쌍수 παρεπλάζεσθον

(너희 둘은) 몰리고 있었다

παρεπλαζέσθην

(그 둘은) 몰리고 있었다

복수 παρεπλαζόμεθα

(우리는) 몰리고 있었다

παρεπλάζεσθε

(너희는) 몰리고 있었다

παρεπλάζοντο

(그들은) 몰리고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέπλαγξα

(나는) 몰았다

παρέπλαγξας

(너는) 몰았다

παρέπλαγξεν*

(그는) 몰았다

쌍수 παρεπλάγξατον

(너희 둘은) 몰았다

παρεπλαγξάτην

(그 둘은) 몰았다

복수 παρεπλάγξαμεν

(우리는) 몰았다

παρεπλάγξατε

(너희는) 몰았다

παρέπλαγξαν

(그들은) 몰았다

접속법단수 παραπλάγξω

(나는) 몰았자

παραπλάγξῃς

(너는) 몰았자

παραπλάγξῃ

(그는) 몰았자

쌍수 παραπλάγξητον

(너희 둘은) 몰았자

παραπλάγξητον

(그 둘은) 몰았자

복수 παραπλάγξωμεν

(우리는) 몰았자

παραπλάγξητε

(너희는) 몰았자

παραπλάγξωσιν*

(그들은) 몰았자

기원법단수 παραπλάγξαιμι

(나는) 몰았기를 (바라다)

παραπλάγξαις

(너는) 몰았기를 (바라다)

παραπλάγξαι

(그는) 몰았기를 (바라다)

쌍수 παραπλάγξαιτον

(너희 둘은) 몰았기를 (바라다)

παραπλαγξαίτην

(그 둘은) 몰았기를 (바라다)

복수 παραπλάγξαιμεν

(우리는) 몰았기를 (바라다)

παραπλάγξαιτε

(너희는) 몰았기를 (바라다)

παραπλάγξαιεν

(그들은) 몰았기를 (바라다)

명령법단수 παραπλάγξον

(너는) 몰았어라

παραπλαγξάτω

(그는) 몰았어라

쌍수 παραπλάγξατον

(너희 둘은) 몰았어라

παραπλαγξάτων

(그 둘은) 몰았어라

복수 παραπλάγξατε

(너희는) 몰았어라

παραπλαγξάντων

(그들은) 몰았어라

부정사 παραπλάγξαι

몰았는 것

분사 남성여성중성
παραπλαγξᾱς

παραπλαγξαντος

παραπλαγξᾱσα

παραπλαγξᾱσης

παραπλαγξαν

παραπλαγξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεπλαγξάμην

(나는) 몰렸다

παρεπλάγξω

(너는) 몰렸다

παρεπλάγξατο

(그는) 몰렸다

쌍수 παρεπλάγξασθον

(너희 둘은) 몰렸다

παρεπλαγξάσθην

(그 둘은) 몰렸다

복수 παρεπλαγξάμεθα

(우리는) 몰렸다

παρεπλάγξασθε

(너희는) 몰렸다

παρεπλάγξαντο

(그들은) 몰렸다

접속법단수 παραπλάγξωμαι

(나는) 몰렸자

παραπλάγξῃ

(너는) 몰렸자

παραπλάγξηται

(그는) 몰렸자

쌍수 παραπλάγξησθον

(너희 둘은) 몰렸자

παραπλάγξησθον

(그 둘은) 몰렸자

복수 παραπλαγξώμεθα

(우리는) 몰렸자

παραπλάγξησθε

(너희는) 몰렸자

παραπλάγξωνται

(그들은) 몰렸자

기원법단수 παραπλαγξαίμην

(나는) 몰렸기를 (바라다)

παραπλάγξαιο

(너는) 몰렸기를 (바라다)

παραπλάγξαιτο

(그는) 몰렸기를 (바라다)

쌍수 παραπλάγξαισθον

(너희 둘은) 몰렸기를 (바라다)

παραπλαγξαίσθην

(그 둘은) 몰렸기를 (바라다)

복수 παραπλαγξαίμεθα

(우리는) 몰렸기를 (바라다)

παραπλάγξαισθε

(너희는) 몰렸기를 (바라다)

παραπλάγξαιντο

(그들은) 몰렸기를 (바라다)

명령법단수 παραπλάγξαι

(너는) 몰렸어라

παραπλαγξάσθω

(그는) 몰렸어라

쌍수 παραπλάγξασθον

(너희 둘은) 몰렸어라

παραπλαγξάσθων

(그 둘은) 몰렸어라

복수 παραπλάγξασθε

(너희는) 몰렸어라

παραπλαγξάσθων

(그들은) 몰렸어라

부정사 παραπλάγξεσθαι

몰렸는 것

분사 남성여성중성
παραπλαγξαμενος

παραπλαγξαμενου

παραπλαγξαμενη

παραπλαγξαμενης

παραπλαγξαμενον

παραπλαγξαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION