헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακοντίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακοντίζω

형태분석: παρ (접두사) + ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to throw the dart with others

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακοντίζω

παρακοντίζεις

παρακοντίζει

쌍수 παρακοντίζετον

παρακοντίζετον

복수 παρακοντίζομεν

παρακοντίζετε

παρακοντίζουσιν*

접속법단수 παρακοντίζω

παρακοντίζῃς

παρακοντίζῃ

쌍수 παρακοντίζητον

παρακοντίζητον

복수 παρακοντίζωμεν

παρακοντίζητε

παρακοντίζωσιν*

기원법단수 παρακοντίζοιμι

παρακοντίζοις

παρακοντίζοι

쌍수 παρακοντίζοιτον

παρακοντιζοίτην

복수 παρακοντίζοιμεν

παρακοντίζοιτε

παρακοντίζοιεν

명령법단수 παρακόντιζε

παρακοντιζέτω

쌍수 παρακοντίζετον

παρακοντιζέτων

복수 παρακοντίζετε

παρακοντιζόντων, παρακοντιζέτωσαν

부정사 παρακοντίζειν

분사 남성여성중성
παρακοντιζων

παρακοντιζοντος

παρακοντιζουσα

παρακοντιζουσης

παρακοντιζον

παρακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακοντίζομαι

παρακοντίζει, παρακοντίζῃ

παρακοντίζεται

쌍수 παρακοντίζεσθον

παρακοντίζεσθον

복수 παρακοντιζόμεθα

παρακοντίζεσθε

παρακοντίζονται

접속법단수 παρακοντίζωμαι

παρακοντίζῃ

παρακοντίζηται

쌍수 παρακοντίζησθον

παρακοντίζησθον

복수 παρακοντιζώμεθα

παρακοντίζησθε

παρακοντίζωνται

기원법단수 παρακοντιζοίμην

παρακοντίζοιο

παρακοντίζοιτο

쌍수 παρακοντίζοισθον

παρακοντιζοίσθην

복수 παρακοντιζοίμεθα

παρακοντίζοισθε

παρακοντίζοιντο

명령법단수 παρακοντίζου

παρακοντιζέσθω

쌍수 παρακοντίζεσθον

παρακοντιζέσθων

복수 παρακοντίζεσθε

παρακοντιζέσθων, παρακοντιζέσθωσαν

부정사 παρακοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
παρακοντιζομενος

παρακοντιζομενου

παρακοντιζομενη

παρακοντιζομενης

παρακοντιζομενον

παρακοντιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION