헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακινδυνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακινδυνεύω παρακινδυνεύσω

형태분석: παρα (접두사) + κινδυνεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다
  2. 감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다
  1. to make a rash venture, to venture, run the risk, to venture
  2. to venture, risk, a bold, venturous
  3. to have the hardihood to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακινδυνεύω

(나는) 감히 ~한다

παρακινδυνεύεις

(너는) 감히 ~한다

παρακινδυνεύει

(그는) 감히 ~한다

쌍수 παρακινδυνεύετον

(너희 둘은) 감히 ~한다

παρακινδυνεύετον

(그 둘은) 감히 ~한다

복수 παρακινδυνεύομεν

(우리는) 감히 ~한다

παρακινδυνεύετε

(너희는) 감히 ~한다

παρακινδυνεύουσιν*

(그들은) 감히 ~한다

접속법단수 παρακινδυνεύω

(나는) 감히 ~하자

παρακινδυνεύῃς

(너는) 감히 ~하자

παρακινδυνεύῃ

(그는) 감히 ~하자

쌍수 παρακινδυνεύητον

(너희 둘은) 감히 ~하자

παρακινδυνεύητον

(그 둘은) 감히 ~하자

복수 παρακινδυνεύωμεν

(우리는) 감히 ~하자

παρακινδυνεύητε

(너희는) 감히 ~하자

παρακινδυνεύωσιν*

(그들은) 감히 ~하자

기원법단수 παρακινδυνεύοιμι

(나는) 감히 ~하기를 (바라다)

παρακινδυνεύοις

(너는) 감히 ~하기를 (바라다)

παρακινδυνεύοι

(그는) 감히 ~하기를 (바라다)

쌍수 παρακινδυνεύοιτον

(너희 둘은) 감히 ~하기를 (바라다)

παρακινδυνευοίτην

(그 둘은) 감히 ~하기를 (바라다)

복수 παρακινδυνεύοιμεν

(우리는) 감히 ~하기를 (바라다)

παρακινδυνεύοιτε

(너희는) 감히 ~하기를 (바라다)

παρακινδυνεύοιεν

(그들은) 감히 ~하기를 (바라다)

명령법단수 παρακινδύνευε

(너는) 감히 ~해라

παρακινδυνευέτω

(그는) 감히 ~해라

쌍수 παρακινδυνεύετον

(너희 둘은) 감히 ~해라

παρακινδυνευέτων

(그 둘은) 감히 ~해라

복수 παρακινδυνεύετε

(너희는) 감히 ~해라

παρακινδυνευόντων, παρακινδυνευέτωσαν

(그들은) 감히 ~해라

부정사 παρακινδυνεύειν

감히 ~하는 것

분사 남성여성중성
παρακινδυνευων

παρακινδυνευοντος

παρακινδυνευουσα

παρακινδυνευουσης

παρακινδυνευον

παρακινδυνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακινδυνεύομαι

(나는) 감히 ~된다

παρακινδυνεύει, παρακινδυνεύῃ

(너는) 감히 ~된다

παρακινδυνεύεται

(그는) 감히 ~된다

쌍수 παρακινδυνεύεσθον

(너희 둘은) 감히 ~된다

παρακινδυνεύεσθον

(그 둘은) 감히 ~된다

복수 παρακινδυνευόμεθα

(우리는) 감히 ~된다

παρακινδυνεύεσθε

(너희는) 감히 ~된다

παρακινδυνεύονται

(그들은) 감히 ~된다

접속법단수 παρακινδυνεύωμαι

(나는) 감히 ~되자

παρακινδυνεύῃ

(너는) 감히 ~되자

παρακινδυνεύηται

(그는) 감히 ~되자

쌍수 παρακινδυνεύησθον

(너희 둘은) 감히 ~되자

παρακινδυνεύησθον

(그 둘은) 감히 ~되자

복수 παρακινδυνευώμεθα

(우리는) 감히 ~되자

παρακινδυνεύησθε

(너희는) 감히 ~되자

παρακινδυνεύωνται

(그들은) 감히 ~되자

기원법단수 παρακινδυνευοίμην

(나는) 감히 ~되기를 (바라다)

παρακινδυνεύοιο

(너는) 감히 ~되기를 (바라다)

παρακινδυνεύοιτο

(그는) 감히 ~되기를 (바라다)

쌍수 παρακινδυνεύοισθον

(너희 둘은) 감히 ~되기를 (바라다)

παρακινδυνευοίσθην

(그 둘은) 감히 ~되기를 (바라다)

복수 παρακινδυνευοίμεθα

(우리는) 감히 ~되기를 (바라다)

παρακινδυνεύοισθε

(너희는) 감히 ~되기를 (바라다)

παρακινδυνεύοιντο

(그들은) 감히 ~되기를 (바라다)

명령법단수 παρακινδυνεύου

(너는) 감히 ~되어라

παρακινδυνευέσθω

(그는) 감히 ~되어라

쌍수 παρακινδυνεύεσθον

(너희 둘은) 감히 ~되어라

παρακινδυνευέσθων

(그 둘은) 감히 ~되어라

복수 παρακινδυνεύεσθε

(너희는) 감히 ~되어라

παρακινδυνευέσθων, παρακινδυνευέσθωσαν

(그들은) 감히 ~되어라

부정사 παρακινδυνεύεσθαι

감히 ~되는 것

분사 남성여성중성
παρακινδυνευομενος

παρακινδυνευομενου

παρακινδυνευομενη

παρακινδυνευομενης

παρακινδυνευομενον

παρακινδυνευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακινδυνεύσω

(나는) 감히 ~하겠다

παρακινδυνεύσεις

(너는) 감히 ~하겠다

παρακινδυνεύσει

(그는) 감히 ~하겠다

쌍수 παρακινδυνεύσετον

(너희 둘은) 감히 ~하겠다

παρακινδυνεύσετον

(그 둘은) 감히 ~하겠다

복수 παρακινδυνεύσομεν

(우리는) 감히 ~하겠다

παρακινδυνεύσετε

(너희는) 감히 ~하겠다

παρακινδυνεύσουσιν*

(그들은) 감히 ~하겠다

기원법단수 παρακινδυνεύσοιμι

(나는) 감히 ~하겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοις

(너는) 감히 ~하겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοι

(그는) 감히 ~하겠기를 (바라다)

쌍수 παρακινδυνεύσοιτον

(너희 둘은) 감히 ~하겠기를 (바라다)

παρακινδυνευσοίτην

(그 둘은) 감히 ~하겠기를 (바라다)

복수 παρακινδυνεύσοιμεν

(우리는) 감히 ~하겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοιτε

(너희는) 감히 ~하겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοιεν

(그들은) 감히 ~하겠기를 (바라다)

부정사 παρακινδυνεύσειν

감히 ~할 것

분사 남성여성중성
παρακινδυνευσων

παρακινδυνευσοντος

παρακινδυνευσουσα

παρακινδυνευσουσης

παρακινδυνευσον

παρακινδυνευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακινδυνεύσομαι

(나는) 감히 ~되겠다

παρακινδυνεύσει, παρακινδυνεύσῃ

(너는) 감히 ~되겠다

παρακινδυνεύσεται

(그는) 감히 ~되겠다

쌍수 παρακινδυνεύσεσθον

(너희 둘은) 감히 ~되겠다

παρακινδυνεύσεσθον

(그 둘은) 감히 ~되겠다

복수 παρακινδυνευσόμεθα

(우리는) 감히 ~되겠다

παρακινδυνεύσεσθε

(너희는) 감히 ~되겠다

παρακινδυνεύσονται

(그들은) 감히 ~되겠다

기원법단수 παρακινδυνευσοίμην

(나는) 감히 ~되겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοιο

(너는) 감히 ~되겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοιτο

(그는) 감히 ~되겠기를 (바라다)

쌍수 παρακινδυνεύσοισθον

(너희 둘은) 감히 ~되겠기를 (바라다)

παρακινδυνευσοίσθην

(그 둘은) 감히 ~되겠기를 (바라다)

복수 παρακινδυνευσοίμεθα

(우리는) 감히 ~되겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοισθε

(너희는) 감히 ~되겠기를 (바라다)

παρακινδυνεύσοιντο

(그들은) 감히 ~되겠기를 (바라다)

부정사 παρακινδυνεύσεσθαι

감히 ~될 것

분사 남성여성중성
παρακινδυνευσομενος

παρακινδυνευσομενου

παρακινδυνευσομενη

παρακινδυνευσομενης

παρακινδυνευσομενον

παρακινδυνευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκινδύνευον

(나는) 감히 ~하고 있었다

παρεκινδύνευες

(너는) 감히 ~하고 있었다

παρεκινδύνευεν*

(그는) 감히 ~하고 있었다

쌍수 παρεκινδυνεύετον

(너희 둘은) 감히 ~하고 있었다

παρεκινδυνευέτην

(그 둘은) 감히 ~하고 있었다

복수 παρεκινδυνεύομεν

(우리는) 감히 ~하고 있었다

παρεκινδυνεύετε

(너희는) 감히 ~하고 있었다

παρεκινδύνευον

(그들은) 감히 ~하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκινδυνευόμην

(나는) 감히 ~되고 있었다

παρεκινδυνεύου

(너는) 감히 ~되고 있었다

παρεκινδυνεύετο

(그는) 감히 ~되고 있었다

쌍수 παρεκινδυνεύεσθον

(너희 둘은) 감히 ~되고 있었다

παρεκινδυνευέσθην

(그 둘은) 감히 ~되고 있었다

복수 παρεκινδυνευόμεθα

(우리는) 감히 ~되고 있었다

παρεκινδυνεύεσθε

(너희는) 감히 ~되고 있었다

παρεκινδυνεύοντο

(그들은) 감히 ~되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄριστον γοῦν κρίνασ τὸ μὴ παρακινδυνεύειν ἔκοπτον προσελθὼν τὴν θύραν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 22:5)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 22:5)

  • αἱ γὰρ ψυχαὶ δεδούλωνται καὶ οὐ βούλονται παρακινδυνεύειν ἑκόντεσ εἰκῇ ὑπὲρ ἀλλοτρίησ δυνάμιοσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.14)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.14)

  • ἐκ δὲ τούτου οὐ πώποτε οὔτε τοῦ σώματοσ οὔτε τῶν ὄντων ἐμοὶ ἐφεισάμην, ὅπου ἔδει παρακινδυνεύειν· (Andocides, Speeches, 19:1)

    (안도키데스, 연설, 19:1)

  • εἰ γὰρ μὴ ᾔδησθα σαφῶσ τό τε ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον, οὐκ ἔστιν ὅπωσ ἄν ποτε ἐπεχείρησασ ὑπὲρ ἀνδρὸσ θητὸσ ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου, ἀλλὰ καὶ τοὺσ θεοὺσ ἂν ἔδεισασ παρακινδυνεύειν μὴ οὐκ ὀρθῶσ αὐτὸ ποιήσοισ, καὶ τοὺσ ἀνθρώπουσ ᾐσχύνθησ· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 82:3)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 82:3)

  • ἀσφαλέστερον γάρ ἐστιν ἢ παρακινδυνεύειν τοσοῦτον κίνδυνον. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 80:4)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 80:4)

유의어

  1. 감히 ~하다

  2. 감히 ~하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION