헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακαλύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακαλύπτω παρακαλύψω

형태분석: παρα (접두사) + καλύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 속이다, 가장하다, 숨기다
  1. to cover by hanging something beside, to cloak, disguise, to cover one's face

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαλύπτω

(나는) 속인다

παρακαλύπτεις

(너는) 속인다

παρακαλύπτει

(그는) 속인다

쌍수 παρακαλύπτετον

(너희 둘은) 속인다

παρακαλύπτετον

(그 둘은) 속인다

복수 παρακαλύπτομεν

(우리는) 속인다

παρακαλύπτετε

(너희는) 속인다

παρακαλύπτουσιν*

(그들은) 속인다

접속법단수 παρακαλύπτω

(나는) 속이자

παρακαλύπτῃς

(너는) 속이자

παρακαλύπτῃ

(그는) 속이자

쌍수 παρακαλύπτητον

(너희 둘은) 속이자

παρακαλύπτητον

(그 둘은) 속이자

복수 παρακαλύπτωμεν

(우리는) 속이자

παρακαλύπτητε

(너희는) 속이자

παρακαλύπτωσιν*

(그들은) 속이자

기원법단수 παρακαλύπτοιμι

(나는) 속이기를 (바라다)

παρακαλύπτοις

(너는) 속이기를 (바라다)

παρακαλύπτοι

(그는) 속이기를 (바라다)

쌍수 παρακαλύπτοιτον

(너희 둘은) 속이기를 (바라다)

παρακαλυπτοίτην

(그 둘은) 속이기를 (바라다)

복수 παρακαλύπτοιμεν

(우리는) 속이기를 (바라다)

παρακαλύπτοιτε

(너희는) 속이기를 (바라다)

παρακαλύπτοιεν

(그들은) 속이기를 (바라다)

명령법단수 παρακάλυπτε

(너는) 속여라

παρακαλυπτέτω

(그는) 속여라

쌍수 παρακαλύπτετον

(너희 둘은) 속여라

παρακαλυπτέτων

(그 둘은) 속여라

복수 παρακαλύπτετε

(너희는) 속여라

παρακαλυπτόντων, παρακαλυπτέτωσαν

(그들은) 속여라

부정사 παρακαλύπτειν

속이는 것

분사 남성여성중성
παρακαλυπτων

παρακαλυπτοντος

παρακαλυπτουσα

παρακαλυπτουσης

παρακαλυπτον

παρακαλυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαλύπτομαι

(나는) 속는다

παρακαλύπτει, παρακαλύπτῃ

(너는) 속는다

παρακαλύπτεται

(그는) 속는다

쌍수 παρακαλύπτεσθον

(너희 둘은) 속는다

παρακαλύπτεσθον

(그 둘은) 속는다

복수 παρακαλυπτόμεθα

(우리는) 속는다

παρακαλύπτεσθε

(너희는) 속는다

παρακαλύπτονται

(그들은) 속는다

접속법단수 παρακαλύπτωμαι

(나는) 속자

παρακαλύπτῃ

(너는) 속자

παρακαλύπτηται

(그는) 속자

쌍수 παρακαλύπτησθον

(너희 둘은) 속자

παρακαλύπτησθον

(그 둘은) 속자

복수 παρακαλυπτώμεθα

(우리는) 속자

παρακαλύπτησθε

(너희는) 속자

παρακαλύπτωνται

(그들은) 속자

기원법단수 παρακαλυπτοίμην

(나는) 속기를 (바라다)

παρακαλύπτοιο

(너는) 속기를 (바라다)

παρακαλύπτοιτο

(그는) 속기를 (바라다)

쌍수 παρακαλύπτοισθον

(너희 둘은) 속기를 (바라다)

παρακαλυπτοίσθην

(그 둘은) 속기를 (바라다)

복수 παρακαλυπτοίμεθα

(우리는) 속기를 (바라다)

παρακαλύπτοισθε

(너희는) 속기를 (바라다)

παρακαλύπτοιντο

(그들은) 속기를 (바라다)

명령법단수 παρακαλύπτου

(너는) 속아라

παρακαλυπτέσθω

(그는) 속아라

쌍수 παρακαλύπτεσθον

(너희 둘은) 속아라

παρακαλυπτέσθων

(그 둘은) 속아라

복수 παρακαλύπτεσθε

(너희는) 속아라

παρακαλυπτέσθων, παρακαλυπτέσθωσαν

(그들은) 속아라

부정사 παρακαλύπτεσθαι

속는 것

분사 남성여성중성
παρακαλυπτομενος

παρακαλυπτομενου

παρακαλυπτομενη

παρακαλυπτομενης

παρακαλυπτομενον

παρακαλυπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαλύψω

(나는) 속이겠다

παρακαλύψεις

(너는) 속이겠다

παρακαλύψει

(그는) 속이겠다

쌍수 παρακαλύψετον

(너희 둘은) 속이겠다

παρακαλύψετον

(그 둘은) 속이겠다

복수 παρακαλύψομεν

(우리는) 속이겠다

παρακαλύψετε

(너희는) 속이겠다

παρακαλύψουσιν*

(그들은) 속이겠다

기원법단수 παρακαλύψοιμι

(나는) 속이겠기를 (바라다)

παρακαλύψοις

(너는) 속이겠기를 (바라다)

παρακαλύψοι

(그는) 속이겠기를 (바라다)

쌍수 παρακαλύψοιτον

(너희 둘은) 속이겠기를 (바라다)

παρακαλυψοίτην

(그 둘은) 속이겠기를 (바라다)

복수 παρακαλύψοιμεν

(우리는) 속이겠기를 (바라다)

παρακαλύψοιτε

(너희는) 속이겠기를 (바라다)

παρακαλύψοιεν

(그들은) 속이겠기를 (바라다)

부정사 παρακαλύψειν

속일 것

분사 남성여성중성
παρακαλυψων

παρακαλυψοντος

παρακαλυψουσα

παρακαλυψουσης

παρακαλυψον

παρακαλυψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαλύψομαι

(나는) 속겠다

παρακαλύψει, παρακαλύψῃ

(너는) 속겠다

παρακαλύψεται

(그는) 속겠다

쌍수 παρακαλύψεσθον

(너희 둘은) 속겠다

παρακαλύψεσθον

(그 둘은) 속겠다

복수 παρακαλυψόμεθα

(우리는) 속겠다

παρακαλύψεσθε

(너희는) 속겠다

παρακαλύψονται

(그들은) 속겠다

기원법단수 παρακαλυψοίμην

(나는) 속겠기를 (바라다)

παρακαλύψοιο

(너는) 속겠기를 (바라다)

παρακαλύψοιτο

(그는) 속겠기를 (바라다)

쌍수 παρακαλύψοισθον

(너희 둘은) 속겠기를 (바라다)

παρακαλυψοίσθην

(그 둘은) 속겠기를 (바라다)

복수 παρακαλυψοίμεθα

(우리는) 속겠기를 (바라다)

παρακαλύψοισθε

(너희는) 속겠기를 (바라다)

παρακαλύψοιντο

(그들은) 속겠기를 (바라다)

부정사 παρακαλύψεσθαι

속을 것

분사 남성여성중성
παρακαλυψομενος

παρακαλυψομενου

παρακαλυψομενη

παρακαλυψομενης

παρακαλυψομενον

παρακαλυψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκάλυπτον

(나는) 속이고 있었다

παρεκάλυπτες

(너는) 속이고 있었다

παρεκάλυπτεν*

(그는) 속이고 있었다

쌍수 παρεκαλύπτετον

(너희 둘은) 속이고 있었다

παρεκαλυπτέτην

(그 둘은) 속이고 있었다

복수 παρεκαλύπτομεν

(우리는) 속이고 있었다

παρεκαλύπτετε

(너희는) 속이고 있었다

παρεκάλυπτον

(그들은) 속이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκαλυπτόμην

(나는) 속고 있었다

παρεκαλύπτου

(너는) 속고 있었다

παρεκαλύπτετο

(그는) 속고 있었다

쌍수 παρεκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 속고 있었다

παρεκαλυπτέσθην

(그 둘은) 속고 있었다

복수 παρεκαλυπτόμεθα

(우리는) 속고 있었다

παρεκαλύπτεσθε

(너희는) 속고 있었다

παρεκαλύπτοντο

(그들은) 속고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION