헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παλύνω

형태분석: παλύν (어간) + ω (인칭어미)

어원: pa/llw

  1. 이르다, 흩뿌리다, 뿌리다
  2. 뿌리다, 끼얹다, 던지다
  1. to strew or sprinkle
  2. to bestrew, besprinkle
  3. to sprinkle, cover lightly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλύνω

παλύνεις

παλύνει

쌍수 παλύνετον

παλύνετον

복수 παλύνομεν

παλύνετε

παλύνουσιν*

접속법단수 παλύνω

παλύνῃς

παλύνῃ

쌍수 παλύνητον

παλύνητον

복수 παλύνωμεν

παλύνητε

παλύνωσιν*

기원법단수 παλύνοιμι

παλύνοις

παλύνοι

쌍수 παλύνοιτον

παλυνοίτην

복수 παλύνοιμεν

παλύνοιτε

παλύνοιεν

명령법단수 πάλυνε

παλυνέτω

쌍수 παλύνετον

παλυνέτων

복수 παλύνετε

παλυνόντων, παλυνέτωσαν

부정사 παλύνειν

분사 남성여성중성
παλυνων

παλυνοντος

παλυνουσα

παλυνουσης

παλυνον

παλυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλύνομαι

παλύνει, παλύνῃ

παλύνεται

쌍수 παλύνεσθον

παλύνεσθον

복수 παλυνόμεθα

παλύνεσθε

παλύνονται

접속법단수 παλύνωμαι

παλύνῃ

παλύνηται

쌍수 παλύνησθον

παλύνησθον

복수 παλυνώμεθα

παλύνησθε

παλύνωνται

기원법단수 παλυνοίμην

παλύνοιο

παλύνοιτο

쌍수 παλύνοισθον

παλυνοίσθην

복수 παλυνοίμεθα

παλύνοισθε

παλύνοιντο

명령법단수 παλύνου

παλυνέσθω

쌍수 παλύνεσθον

παλυνέσθων

복수 παλύνεσθε

παλυνέσθων, παλυνέσθωσαν

부정사 παλύνεσθαι

분사 남성여성중성
παλυνομενος

παλυνομενου

παλυνομενη

παλυνομενης

παλυνομενον

παλυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ δ’ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον. (Homer, Odyssey, Book 11 3:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 11 3:3)

  • αἳ δὲ γυναῖκεσ δεῖπνον ἐρίθοισιν λεύκ’ ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον. (Homer, Iliad, Book 18 51:8)

    (호메로스, 일리아스, Book 18 51:8)

유의어

  1. to strew or sprinkle

  2. 이르다

  3. 뿌리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION