헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπαλύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπαλύνω διαπαλυνῶ

형태분석: δια (접두사) + παλύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 깨뜨리다, 떨다, 부수다
  1. to shiver, shatter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαλύνω

(나는) 깨뜨린다

διαπαλύνεις

(너는) 깨뜨린다

διαπαλύνει

(그는) 깨뜨린다

쌍수 διαπαλύνετον

(너희 둘은) 깨뜨린다

διαπαλύνετον

(그 둘은) 깨뜨린다

복수 διαπαλύνομεν

(우리는) 깨뜨린다

διαπαλύνετε

(너희는) 깨뜨린다

διαπαλύνουσιν*

(그들은) 깨뜨린다

접속법단수 διαπαλύνω

(나는) 깨뜨리자

διαπαλύνῃς

(너는) 깨뜨리자

διαπαλύνῃ

(그는) 깨뜨리자

쌍수 διαπαλύνητον

(너희 둘은) 깨뜨리자

διαπαλύνητον

(그 둘은) 깨뜨리자

복수 διαπαλύνωμεν

(우리는) 깨뜨리자

διαπαλύνητε

(너희는) 깨뜨리자

διαπαλύνωσιν*

(그들은) 깨뜨리자

기원법단수 διαπαλύνοιμι

(나는) 깨뜨리기를 (바라다)

διαπαλύνοις

(너는) 깨뜨리기를 (바라다)

διαπαλύνοι

(그는) 깨뜨리기를 (바라다)

쌍수 διαπαλύνοιτον

(너희 둘은) 깨뜨리기를 (바라다)

διαπαλυνοίτην

(그 둘은) 깨뜨리기를 (바라다)

복수 διαπαλύνοιμεν

(우리는) 깨뜨리기를 (바라다)

διαπαλύνοιτε

(너희는) 깨뜨리기를 (바라다)

διαπαλύνοιεν

(그들은) 깨뜨리기를 (바라다)

명령법단수 διαπάλυνε

(너는) 깨뜨려라

διαπαλυνέτω

(그는) 깨뜨려라

쌍수 διαπαλύνετον

(너희 둘은) 깨뜨려라

διαπαλυνέτων

(그 둘은) 깨뜨려라

복수 διαπαλύνετε

(너희는) 깨뜨려라

διαπαλυνόντων, διαπαλυνέτωσαν

(그들은) 깨뜨려라

부정사 διαπαλύνειν

깨뜨리는 것

분사 남성여성중성
διαπαλυνων

διαπαλυνοντος

διαπαλυνουσα

διαπαλυνουσης

διαπαλυνον

διαπαλυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπαλύνομαι

(나는) 깨뜨려진다

διαπαλύνει, διαπαλύνῃ

(너는) 깨뜨려진다

διαπαλύνεται

(그는) 깨뜨려진다

쌍수 διαπαλύνεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려진다

διαπαλύνεσθον

(그 둘은) 깨뜨려진다

복수 διαπαλυνόμεθα

(우리는) 깨뜨려진다

διαπαλύνεσθε

(너희는) 깨뜨려진다

διαπαλύνονται

(그들은) 깨뜨려진다

접속법단수 διαπαλύνωμαι

(나는) 깨뜨려지자

διαπαλύνῃ

(너는) 깨뜨려지자

διαπαλύνηται

(그는) 깨뜨려지자

쌍수 διαπαλύνησθον

(너희 둘은) 깨뜨려지자

διαπαλύνησθον

(그 둘은) 깨뜨려지자

복수 διαπαλυνώμεθα

(우리는) 깨뜨려지자

διαπαλύνησθε

(너희는) 깨뜨려지자

διαπαλύνωνται

(그들은) 깨뜨려지자

기원법단수 διαπαλυνοίμην

(나는) 깨뜨려지기를 (바라다)

διαπαλύνοιο

(너는) 깨뜨려지기를 (바라다)

διαπαλύνοιτο

(그는) 깨뜨려지기를 (바라다)

쌍수 διαπαλύνοισθον

(너희 둘은) 깨뜨려지기를 (바라다)

διαπαλυνοίσθην

(그 둘은) 깨뜨려지기를 (바라다)

복수 διαπαλυνοίμεθα

(우리는) 깨뜨려지기를 (바라다)

διαπαλύνοισθε

(너희는) 깨뜨려지기를 (바라다)

διαπαλύνοιντο

(그들은) 깨뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 διαπαλύνου

(너는) 깨뜨려져라

διαπαλυνέσθω

(그는) 깨뜨려져라

쌍수 διαπαλύνεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려져라

διαπαλυνέσθων

(그 둘은) 깨뜨려져라

복수 διαπαλύνεσθε

(너희는) 깨뜨려져라

διαπαλυνέσθων, διαπαλυνέσθωσαν

(그들은) 깨뜨려져라

부정사 διαπαλύνεσθαι

깨뜨려지는 것

분사 남성여성중성
διαπαλυνομενος

διαπαλυνομενου

διαπαλυνομενη

διαπαλυνομενης

διαπαλυνομενον

διαπαλυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπάλυνον

(나는) 깨뜨리고 있었다

διεπάλυνες

(너는) 깨뜨리고 있었다

διεπάλυνεν*

(그는) 깨뜨리고 있었다

쌍수 διεπαλύνετον

(너희 둘은) 깨뜨리고 있었다

διεπαλυνέτην

(그 둘은) 깨뜨리고 있었다

복수 διεπαλύνομεν

(우리는) 깨뜨리고 있었다

διεπαλύνετε

(너희는) 깨뜨리고 있었다

διεπάλυνον

(그들은) 깨뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπαλυνόμην

(나는) 깨뜨려지고 있었다

διεπαλύνου

(너는) 깨뜨려지고 있었다

διεπαλύνετο

(그는) 깨뜨려지고 있었다

쌍수 διεπαλύνεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려지고 있었다

διεπαλυνέσθην

(그 둘은) 깨뜨려지고 있었다

복수 διεπαλυνόμεθα

(우리는) 깨뜨려지고 있었다

διεπαλύνεσθε

(너희는) 깨뜨려지고 있었다

διεπαλύνοντο

(그들은) 깨뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ξανθὸν δὲ κρᾶτα διεπάλυνε καὶ ῥαφὰσ ἔρρηξεν ὀστέων, ἄρτι δ’ οἰνωπὸν γένυν καθῃμάτωσεν· (Euripides, Phoenissae, episode 10:3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 10:3)

유의어

  1. 깨뜨리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION