Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπαλύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπαλύνω διαπαλυνῶ

Structure: δια (Prefix) + παλύν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shiver, shatter

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπαλύνω διαπαλύνεις διαπαλύνει
Dual διαπαλύνετον διαπαλύνετον
Plural διαπαλύνομεν διαπαλύνετε διαπαλύνουσιν*
SubjunctiveSingular διαπαλύνω διαπαλύνῃς διαπαλύνῃ
Dual διαπαλύνητον διαπαλύνητον
Plural διαπαλύνωμεν διαπαλύνητε διαπαλύνωσιν*
OptativeSingular διαπαλύνοιμι διαπαλύνοις διαπαλύνοι
Dual διαπαλύνοιτον διαπαλυνοίτην
Plural διαπαλύνοιμεν διαπαλύνοιτε διαπαλύνοιεν
ImperativeSingular διαπάλυνε διαπαλυνέτω
Dual διαπαλύνετον διαπαλυνέτων
Plural διαπαλύνετε διαπαλυνόντων, διαπαλυνέτωσαν
Infinitive διαπαλύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπαλυνων διαπαλυνοντος διαπαλυνουσα διαπαλυνουσης διαπαλυνον διαπαλυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπαλύνομαι διαπαλύνει, διαπαλύνῃ διαπαλύνεται
Dual διαπαλύνεσθον διαπαλύνεσθον
Plural διαπαλυνόμεθα διαπαλύνεσθε διαπαλύνονται
SubjunctiveSingular διαπαλύνωμαι διαπαλύνῃ διαπαλύνηται
Dual διαπαλύνησθον διαπαλύνησθον
Plural διαπαλυνώμεθα διαπαλύνησθε διαπαλύνωνται
OptativeSingular διαπαλυνοίμην διαπαλύνοιο διαπαλύνοιτο
Dual διαπαλύνοισθον διαπαλυνοίσθην
Plural διαπαλυνοίμεθα διαπαλύνοισθε διαπαλύνοιντο
ImperativeSingular διαπαλύνου διαπαλυνέσθω
Dual διαπαλύνεσθον διαπαλυνέσθων
Plural διαπαλύνεσθε διαπαλυνέσθων, διαπαλυνέσθωσαν
Infinitive διαπαλύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπαλυνομενος διαπαλυνομενου διαπαλυνομενη διαπαλυνομενης διαπαλυνομενον διαπαλυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ξανθὸν δὲ κρᾶτα διεπάλυνε καὶ ῥαφὰσ ἔρρηξεν ὀστέων, ἄρτι δ’ οἰνωπὸν γένυν καθῃμάτωσεν· (Euripides, Phoenissae, episode 10:3)

Synonyms

  1. to shiver

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION