Ancient Greek-English Dictionary Language

παλινδρομέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παλινδρομέω

Structure: παλινδρομέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run back again

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παλινδρομῶ παλινδρομεῖς παλινδρομεῖ
Dual παλινδρομεῖτον παλινδρομεῖτον
Plural παλινδρομοῦμεν παλινδρομεῖτε παλινδρομοῦσιν*
SubjunctiveSingular παλινδρομῶ παλινδρομῇς παλινδρομῇ
Dual παλινδρομῆτον παλινδρομῆτον
Plural παλινδρομῶμεν παλινδρομῆτε παλινδρομῶσιν*
OptativeSingular παλινδρομοῖμι παλινδρομοῖς παλινδρομοῖ
Dual παλινδρομοῖτον παλινδρομοίτην
Plural παλινδρομοῖμεν παλινδρομοῖτε παλινδρομοῖεν
ImperativeSingular παλινδρόμει παλινδρομείτω
Dual παλινδρομεῖτον παλινδρομείτων
Plural παλινδρομεῖτε παλινδρομούντων, παλινδρομείτωσαν
Infinitive παλινδρομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
παλινδρομων παλινδρομουντος παλινδρομουσα παλινδρομουσης παλινδρομουν παλινδρομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παλινδρομοῦμαι παλινδρομεῖ, παλινδρομῇ παλινδρομεῖται
Dual παλινδρομεῖσθον παλινδρομεῖσθον
Plural παλινδρομούμεθα παλινδρομεῖσθε παλινδρομοῦνται
SubjunctiveSingular παλινδρομῶμαι παλινδρομῇ παλινδρομῆται
Dual παλινδρομῆσθον παλινδρομῆσθον
Plural παλινδρομώμεθα παλινδρομῆσθε παλινδρομῶνται
OptativeSingular παλινδρομοίμην παλινδρομοῖο παλινδρομοῖτο
Dual παλινδρομοῖσθον παλινδρομοίσθην
Plural παλινδρομοίμεθα παλινδρομοῖσθε παλινδρομοῖντο
ImperativeSingular παλινδρομοῦ παλινδρομείσθω
Dual παλινδρομεῖσθον παλινδρομείσθων
Plural παλινδρομεῖσθε παλινδρομείσθων, παλινδρομείσθωσαν
Infinitive παλινδρομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παλινδρομουμενος παλινδρομουμενου παλινδρομουμενη παλινδρομουμενης παλινδρομουμενον παλινδρομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔπειθ’ ὡσ οὐ κατελάμβανον, ὑποστρέφοντεσ τάσ τε μηχανὰσ ᾖρον καὶ τοὺσ νεκροὺσ ἐσύλων τήν τε ἀπολειφθεῖσαν λείαν συνῆγον καὶ μετὰ παιάνων εἰσ τὴν μητρόπολιν ἐπαλινδρόμουν, αὐτοὶ μὲν ὀλίγουσ ἀποβεβλημένοι παντάπασιν, τῶν δὲ Ῥωμαίων καὶ τῶν συμμάχων πεζοὺσ μὲν πεντακισχιλίουσ καὶ τριακοσίουσ ἀνῃρηκότεσ, ἱππεῖσ δὲ ὀγδοήκοντα καὶ τετρακοσίουσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 696:2)
  • διαλιπόντεσ γοῦν οὐδ’ ὅσον ἰάσασθαι τὰ τραύματα καὶ τὴν δύναμιν πᾶσαν ἐπισυλλέξαντεσ ὀργιλώτερον καὶ πολλῷ πλείουσ ἐπαλινδρόμουν ἐπὶ τὴν Ἀσκάλωνα. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 31:1)
  • τῶν δ’ ἐνδοτέρω βέλουσ ὑποδραμόντων οἱ μὲν πρὶν εἰσ χεῖρασ ἐλθεῖν τὴν εὐταξίαν καὶ τὸ πύκνωμα τῶν πολεμίων καταπλαγέντεσ, οἱ δὲ νυττόμενοι τοῖσ ξυστοῖσ ἐπαλινδρόμουν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 26:1)

Synonyms

  1. to run back again

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION