Ancient Greek-English Dictionary Language

ὅσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὅσιος

Structure: ὁσι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. pious, hallowed, sanctioned by the gods, (as opposed to δίκαιος "sanctioned by human law")
  2. of things which are allowed by divine law but not sacred: profane (as opposed to ἱερός "sacred to the gods")
  3. of persons: pious, devout, sinless

Examples

  • οὔτε δ’ ἰατρὸσ ἐμπείρωσ δύναται θεραπεῦσαι τοὺσ κάμνοντασ, ἂν μὴ τὴν αἰτίαν τοῦ νοσήματοσ κατανοήσῃ, οὔτε δικαστὴσ ὁσίαν θεῖναι τὴν ψῆφον, ἐὰν μὴ τοῖσ τῆσ κρίσεωσ δικαίοισ σαφῶσ ᾖ παρηκολουθηκώσ. (Demades, On the Twelve Years, 1:2)
  • ἀίεισ οὐχ ὁσίαν ὕβριν ἐσ τὸν Βρόμιον, τὸν Σεμέλασ, τὸν παρὰ καλλι‐ στεφάνοισ εὐφροσύναισ δαί‐ μονα πρῶτον μακάρων; (Euripides, choral, strophe 12)
  • Παλλάδοσ ὁσίαν ἥξεισ πόλιν· (Euripides, episode, anapests16)
  • κἀγὼ νομίσασ πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματοσ ἐπὶ τὴν χύτραν τῆσ ἀθάρησ ἀνίσταμαι. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:17)
  • ἀφέντεσ οὖν τοὺσ ἐλέουσ καὶ τοὺσ φενακισμοὺσ τοὺσ τούτου τὴν ὁσίαν καὶ δικαίαν φέρετε ψῆφον, καὶ σκοπεῖτε τὸ τῇ πατρίδι συμφέρον, μὴ τὸ Δημοσθένει· (Dinarchus, Speeches, 134:2)

Synonyms

  1. pious

  2. of persons

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION