Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁπλοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὁπλοφόρος ὁπλοφόρον

Structure: ὁπλοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. bearing arms: a warrior, soldier

Examples

  • οὗτοι δὲ ὁπλοφόρου μὲν τάξεωσ ἀπολελύσονται, ἃ δὲ ἐπίστανται, τῷ βουλομένῳ μισθοῦ ὑπηρετοῦντεσ ἐν τῷ τεταγμένῳ ἔσονται. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 46:2)
  • Καίσαρα δ’ ἐν τοῖσ ὑπηρετικοῖσ ἐσ πολὺ τῆσ νυκτὸσ ἀνακωχεύοντα καὶ βουλευόμενον, εἴτε ἐσ Κορνιφίκιον ἐπανέλθοι διὰ μέσων τοσῶνδε ναυαγίων εἴτε ἐσ Μεσσάλαν διαφύγοι, θεὸσ ἐσ τὸν Λ̓βάλαν λιμένα παρήνεγκε μεθ’ ἑνὸσ ὁπλοφόρου, χωρὶσ φίλων τε καὶ ὑπασπιστῶν καὶ θεραπόντων. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 12 4:1)
  • τοῦ δὲ ὁπλοφόρου προθύμωσ ἕπεσθαι φήσαντοσ ὅποι ποτ’ ἂν ἡγῆται, κἂν ἀποθανεῖν δέῃ, προσλαβὼν τὴν τοῦ νεανίσκου συνεργίαν καὶ καταβὰσ ἀπὸ τοῦ βουνοῦ πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ ἐπορεύετο. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 141:1)
  • μὴ τολμῶντοσ δὲ τοῦ ὁπλοφόρου κτεῖναι τὸν δεσπότην, αὐτὸσ τὴν ἰδίαν σπασάμενοσ καὶ στήσασ ἐπὶ τὴν ἀκμὴν ῥίπτει κατ’ αὐτῆσ ἑαυτόν· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 466:1)

Synonyms

  1. bearing arms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION