Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁπλοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὁπλοφόρος ὁπλοφόρον

Structure: ὁπλοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. bearing arms: a warrior, soldier

Examples

  • περὶ δὲ τὸν βασιλέα μία μὲν ὑπῆρχε θεραπεία καθωπλισμένη Μακεδόνων, ἄλλη δὲ Περσῶν μηλοφόρων καὶ πρὸ τούτων ὁπλοφόροι· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 1:2)
  • ὅπου δὲ στενωτέρα εἰή ἡ ὁδόσ, διὰ μέσου ποιούμενοι τὰ σκευοφόρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπορεύοντο οἱ ὁπλοφόροι· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 4:1)
  • ὥσπερ δὲ οἱ περὶ τὰ ἐπιτήδεια θεράποντεσ χώραν εἶχον τὴν προσήκουσαν ἕκαστοι, οὕτω καὶ οἱ ὁπλοφόροι αὐτῷ ἐν τῇ στρατοπεδεύσει χώραν τε εἶχον τὴν τῇ ὁπλίσει ἑκάστῃ ἐπιτηδείαν, καὶ ᾔδεσαν ταύτην ὁποία ἦν, καὶ ἐπ’ ἀναμφισβήτητον πάντεσ κατεχωρίζοντο. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 7:1)
  • Ὁ δὲ Ἀψάλωμοσ τοιούτων αὐτῷ τῶν παρὰ τοῦ πατρὸσ ἀποβάντων πολλοὺσ μὲν ἵππουσ ἐν ὀλίγῳ πάνυ χρόνῳ πολλὰ δ’ ἁρ́ματα ἐκέκτητο, καὶ ὁπλοφόροι περὶ αὐτὸν ἦσαν πεντήκοντα· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 237:1)

Synonyms

  1. bearing arms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION