ὀλόφυρσις
3군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὀλόφυρσις
ὀλόφυρσεως
형태분석:
ὀλοφυρσι
(어간)
+
ς
(어미)
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- χαριζόμεθα τὸ ποθεῖν καὶ τὸ τιμᾶν καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῶν ἀπογενομένων, ἡ δὲ θρήνων ἄπληστοσ ἐπιθυμία καὶ πρὸσ ὀλοφύρσεισ ἐξάγουσα καὶ κοπετοὺσ αἰσχρὰ μὲν οὐχ ἧττον τῆσ περὶ τὰσ ἡδονὰσ ἀκρασίασ, λόγῳ δὲ συγγνώμησ ἔτυχεν, ὅτι τὸ λυπηρὸν αὐτῆσ καὶ πικρὸν ἀντὶ τοῦ τερπνοῦ τῷ αἰσχρῷ πρόσεστι. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 4 5:1)
(플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 4 5:1)
- ταῦτα τῆσ προκοπῆσ ἀπαυγασμούσ τινασ εἶναι λέγουσιν, οἴστρουσ δὲ καὶ πτοίασ καὶ φυγὰσ ἀγεννεῖσ καὶ παιδικὰσ περιχαρείασ καὶ ὀλοφύρσεισ ἐνυπνίων οἰκτρῶν καὶ ἀλλοκότων ῥαχίαισ τέ τισι καὶ σάλοισ ἐοικέναι, ψυχῆσ οὔπω τὸ κοσμοῦν ἐχούσησ οἰκεῖον, ἀλλὰ πλαττομένησ ἔτι· (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 13:1)
(플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 13:1)
- εἰ δέ τισ οἴκτου σκληρότεροσ εἰή δικαστήσ, τὰ μὲν πράγματα τῇ ἱστορίᾳ προσκρινέτω, τὰσ δ’ ὀλοφύρσεισ τῷ γράφοντι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 17:3)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 17:3)
- ὡσ ἐπὶ τριακοστὴν μὲν ἡμέραν μὴ διαλιπεῖν τὰσ ὀλοφύρσεισ ἐν τῇ πόλει, πλείστουσ δὲ μισθοῦσθαι τοὺσ αὐλητάσ, οἳ θρήνων αὐτοῖσ ἐξῆρχον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 521:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 521:1)
- μέχρι μὲν οὖν εἴκοσι σταδίων οἱο͂́ν τε ἦν συνεξαγαγεῖν γυναικῶν καὶ παιδίων ὄχλον ἀνθρώπῳ κατασπερχομένῳ τοῖσ ὑπὲρ αἰχμαλωσίασ καὶ τοῦ ζῆν φόβοισ, περαιτέρω δὲ προκόπτοντοσ ἀπελείποντο, καὶ δειναὶ τῶν ἐωμένων ἦσαν ὀλοφύρσεισ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 123:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 123:1)
유의어
-
lamentations for
- οἴκτισμα (비탄, 통곡)
- οἰκτισμός (비탄, 통곡)
- ὀλοφυρμός (비탄, 통곡)
- ποτνιασμός (비탄, 통곡)
- κομμός (a wild lament)
- πένθημα (비탄, 애도, 한탄)
- θρηνῳδίᾱ (비탄, 애도, 한탄)
- ὀδυρμός (비탄, 통곡, 울부짖음)
- θρήνημα (한탄, 개탄, 장송가)