헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁδοποιέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁδοποιέω

형태분석: ὁδοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: o(dopoi/os

  1. 전진하다, 나아가다, 행군하다, 행진하다, 가다
  1. to make or level a road, to be made fit for use
  2. to reduce to a system
  3. to act as pioneer, serve as guide, to make one's way, advance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁδοποίω

ὁδοποίεις

ὁδοποίει

쌍수 ὁδοποίειτον

ὁδοποίειτον

복수 ὁδοποίουμεν

ὁδοποίειτε

ὁδοποίουσιν*

접속법단수 ὁδοποίω

ὁδοποίῃς

ὁδοποίῃ

쌍수 ὁδοποίητον

ὁδοποίητον

복수 ὁδοποίωμεν

ὁδοποίητε

ὁδοποίωσιν*

기원법단수 ὁδοποίοιμι

ὁδοποίοις

ὁδοποίοι

쌍수 ὁδοποίοιτον

ὁδοποιοίτην

복수 ὁδοποίοιμεν

ὁδοποίοιτε

ὁδοποίοιεν

명령법단수 ὁδοποῖει

ὁδοποιεῖτω

쌍수 ὁδοποίειτον

ὁδοποιεῖτων

복수 ὁδοποίειτε

ὁδοποιοῦντων, ὁδοποιεῖτωσαν

부정사 ὁδοποίειν

분사 남성여성중성
ὁδοποιων

ὁδοποιουντος

ὁδοποιουσα

ὁδοποιουσης

ὁδοποιουν

ὁδοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁδοποίουμαι

ὁδοποίει, ὁδοποίῃ

ὁδοποίειται

쌍수 ὁδοποίεισθον

ὁδοποίεισθον

복수 ὁδοποιοῦμεθα

ὁδοποίεισθε

ὁδοποίουνται

접속법단수 ὁδοποίωμαι

ὁδοποίῃ

ὁδοποίηται

쌍수 ὁδοποίησθον

ὁδοποίησθον

복수 ὁδοποιώμεθα

ὁδοποίησθε

ὁδοποίωνται

기원법단수 ὁδοποιοίμην

ὁδοποίοιο

ὁδοποίοιτο

쌍수 ὁδοποίοισθον

ὁδοποιοίσθην

복수 ὁδοποιοίμεθα

ὁδοποίοισθε

ὁδοποίοιντο

명령법단수 ὁδοποίου

ὁδοποιεῖσθω

쌍수 ὁδοποίεισθον

ὁδοποιεῖσθων

복수 ὁδοποίεισθε

ὁδοποιεῖσθων, ὁδοποιεῖσθωσαν

부정사 ὁδοποίεισθαι

분사 남성여성중성
ὁδοποιουμενος

ὁδοποιουμενου

ὁδοποιουμενη

ὁδοποιουμενης

ὁδοποιουμενον

ὁδοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ μὲν οὖν Σωστράτου ἐν ἄλλῳ βιβλίῳ γέγραπταί μοι καὶ δεδήλωται μέγεθόσ τε αὐτοῦ καὶ ἰσχύοσ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ὕπαιθροσ ἐν τῷ Παρνασσῷ δίαιτα, καὶ ἡ ἐπίπονοσ εὐνὴ καὶ τροφαὶ ὄρειοι καὶ ἔργα οὐκ ἀπῳδὰ τοῦ ὀνόματοσ ὅσα ἢ λῃστὰσ αἴρων ἔπραξεν ἢ ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἢ γεφυρῶν τὰ δύσπορα. (Lucian, (no name) 1:2)

    (루키아노스, (no name) 1:2)

  • ὁ μὲν γὰρ Ποσειδῶν ἐπιβεβηκὼσ ἁρ́ματοσ, παροχουμένην τὴν Ἀμφιτρίτην ἔχων προῆγε γεγηθὼσ ὁδοποιῶν νηχομένῳ τῷ ἀδελφῷ· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 3 1:1)

    (루키아노스, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 3 1:1)

  • ἀκολούθωσ δὲ ταύτῃ τῇ μεγαλοπρεπείᾳ παρηκολούθει πλῆθοσ ὁδοποιῶν καὶ τεχνιτῶν, ἔτι δὲ τῶν στρατιωτῶν παραπεμπόντων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 28 2:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 28 2:1)

  • Οὐ πολὺ δὲ ὕστερον καὶ συνεμάχησε Ῥωμαίοισ ὁ Φίλιπποσ ἐν τῇ Ἑλλάδι κατ’ Ἀντιόχου βασιλέωσ, περῶντάσ τε ἐπὶ Ἀντίοχον ἐσ τὴν Ἀσίαν διὰ Θρᾴκησ καὶ Μακεδονίασ ὁδὸν οὐκ εὐμαρῆ παρέπεμπεν οἰκείοισ τέλεσι καὶ τροφαῖσ, ὁδοποιῶν καὶ ποταμοὺσ δυσπόρουσ ζευγνὺσ καὶ τοὺσ ἐπικειμένουσ Θρᾷκασ διακόπτων, ἑώσ ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἤγαγεν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 7:1)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 7:1)

  • πολὺσ δὲ καὶ ἄλλοσ ὅμιλοσ ὁδοποιῶν καὶ σκευοφόρων εἵπετο καὶ ἐμπόρων. (Appian, The Foreign Wars, chapter 10 3:7)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 10 3:7)

유의어

  1. to reduce to a system

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION