Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀδμή

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀδμή ὀδμῆς

Structure: ὀδμ (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. smell, scent, odour
  2. stench, stink
  3. the sense of smell

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)
  • ὀδμαὶ δὲ θαυμασταὶ τὰσ ὄχθασ ἀπὸ θυμιαμάτων πολλῶν κατεῖχον. (Plutarch, Antony, chapter 26 2:3)
  • ἀλλὰ τῇσι μὲν ἀπὸ ὑστέρησ κακώδεεσ ἐπαρήγουσι ὀδμαὶ, καὶ εὐωδέων πρὸσ τὰ γυναικήϊα ὑποθέσιεσ· τῇσι δὲ ἑτέρῃσι τάδε οὐδὲν ἐπαρήγει · καὶ τὰ μέλεα κινέονται ἀπὸ ὑστέρησ, ἀπὸ δὲ τοῦ ἑτέρου πάθεοσ ἥκιστα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 221)

Synonyms

  1. smell

  2. stench

  3. the sense of smell

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION