헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νησίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νησίζω

형태분석: νησίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: nh=sos

  1. to be or form an island

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νησίζω

νησίζεις

νησίζει

쌍수 νησίζετον

νησίζετον

복수 νησίζομεν

νησίζετε

νησίζουσιν*

접속법단수 νησίζω

νησίζῃς

νησίζῃ

쌍수 νησίζητον

νησίζητον

복수 νησίζωμεν

νησίζητε

νησίζωσιν*

기원법단수 νησίζοιμι

νησίζοις

νησίζοι

쌍수 νησίζοιτον

νησιζοίτην

복수 νησίζοιμεν

νησίζοιτε

νησίζοιεν

명령법단수 νήσιζε

νησιζέτω

쌍수 νησίζετον

νησιζέτων

복수 νησίζετε

νησιζόντων, νησιζέτωσαν

부정사 νησίζειν

분사 남성여성중성
νησιζων

νησιζοντος

νησιζουσα

νησιζουσης

νησιζον

νησιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νησίζομαι

νησίζει, νησίζῃ

νησίζεται

쌍수 νησίζεσθον

νησίζεσθον

복수 νησιζόμεθα

νησίζεσθε

νησίζονται

접속법단수 νησίζωμαι

νησίζῃ

νησίζηται

쌍수 νησίζησθον

νησίζησθον

복수 νησιζώμεθα

νησίζησθε

νησίζωνται

기원법단수 νησιζοίμην

νησίζοιο

νησίζοιτο

쌍수 νησίζοισθον

νησιζοίσθην

복수 νησιζοίμεθα

νησίζοισθε

νησίζοιντο

명령법단수 νησίζου

νησιζέσθω

쌍수 νησίζεσθον

νησιζέσθων

복수 νησίζεσθε

νησιζέσθων, νησιζέσθωσαν

부정사 νησίζεσθαι

분사 남성여성중성
νησιζομενος

νησιζομενου

νησιζομενη

νησιζομενης

νησιζομενον

νησιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῶν δὲ πόλεων αἱ μὲν νησίζουσιν αἱ δ’ ἐκ μέρουσ κλύζονται, ὅσαι δὲ ὑπὲρ τῶν ἑλῶν ἐν τῇ μεσογαίᾳ κεῖνται τοὺσ ἐκ τῶν ποταμῶν ἀνάπλουσ θαυμαστοὺσ ἔχουσι, μάλιστα δ’ ὁ Πάδοσ· (Strabo, Geography, book 5, chapter 1 10:5)

    (스트라본, 지리학, book 5, chapter 1 10:5)

  • ὁμολογοῦσι δὲ καὶ διότι συμβαίνει νησίζειν τὰσ πόλεισ ἐπάνω χωμάτων ἱδρυμένασ, καθάπερ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Αἰθιοπίᾳ· (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 36:5)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 36:5)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION