Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυσιπόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ναυσιπόρος

Structure: ναυσιπορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: cf. nausi/poros

Sense

  1. passing in a ship, seafaring
  2. causing a ship to pass

Examples

  • καὶ οὗτοσ ναυσίποροσ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 7 8:5)
  • οὐ γάρ πω πάροσ ὧδ’ ἐφοβήθη ναυσιπόροσ στρατιά. (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 13)
  • τούτων λέγει Μεγασθένησ οὐδένα εἶναι τοῦ Μαιάνδρου ἀποδέοντα, ἵναπερ ναυσίποροσ ὁ Μαίανδροσ. (Arrian, Indica, chapter 4 6:1)
  • ὡσ γὰρ ἐγὼ νῦν πυνθάνομαι, ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέωσ ὁ Τίγρησ ποταμόσ ἐστι ναυσίποροσ, ὃν οὐκ ἂν δυναίμεθα ἄνευ πλοίων διαβῆναι· (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 4:4)
  • διαλιπὸν δὲ μάλιστα δύο καὶ εἴκοσι στάδια ἄνεισι τὸ ὕδωρ αὖθισ, καὶ ὄνομα Βαφύρασ ἀντὶ Ἑλικῶνοσ λαβὼν κάτεισιν ἐσ θάλασσαν ναυσίποροσ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 30 13:2)

Synonyms

  1. passing in a ship

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION