Ancient Greek-English Dictionary Language

νάρκη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νάρκη

Structure: ναρκ (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. numbness, torpor

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ νάρκη μου κατὰ τῆσ χειρὸσ καταχεῖται, καὶ τὸ ξίφοσ οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ’ ἤδη μαλθακόσ εἰμι. (Aristophanes, Wasps, Agon, antepirrheme 1:13)
  • ἡ δὲ νάρκη, δύσπεπτοσ οὖσα, τὰ μὲν κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλά τε καὶ εὐστόμαχα ἔχει, ἔτι δὲ εὔπεπτα, τὰ δὲ ἄλλα οὔ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 1:7)
  • ἠλακατῆνεσ, κυνὸσ οὐραῖον τῶν καρχαριῶν, νάρκη, βάτραχοσ, πέρκη, σαῦροσ , τριχίασ, φυκίσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 3:2)
  • Ἀντιφάνησ δ’ ἐν Κύκλωπι ὑπερακοντίζων τὸν τένθην Ἀρχέστρατόν φησιν ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺσ τμητόσ, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, τευθὶσ σακτή, συνόδων ὀπτόσ, γλαύκου προτομή, γόγγρου κεφαλή, βατράχου γαστήρ, θύννου λαγόνεσ, βατίδοσ νῶτον, κέστρασ ὀσφύσ, ψητταρικίσκοσ, μαινίσ, καρίσ, τρίγλη, φυκίσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 46 1:4)
  • πολυέτη τὴν ἀποδημίαν ἔχων, νάρκη μὲν ἡ ἡδίστη, χοῖροσ, σῖμοσ, φάγροσ, ὀξύρυγχοσ, ἀλλάβησ, σίλουροσ, συνοδοντίσ, ἐλέωτρισ, ἔγχελυσ, θρίσσα, ἄβραμισ, τύφλη, λεπιδωτόσ, φῦσα, κεστρεύσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 88 3:1)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION