Ancient Greek-English Dictionary Language

νάρκη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νάρκη

Structure: ναρκ (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. numbness, torpor

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)
  • ἦν δὲ νάρκαι, βατίδεσ, ἦν δὲ καὶ ζύγαιναι, πρήστιεσ, κἀμίαι τε καὶ βάτοι ῥίναι τε τραχυδέρμονεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 268)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION