- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μυριετής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: myrietēs 고전 발음: [뮈리에떼:] 신약 발음: [뮈리애떼]

기본형: μυριετής μυριετές

형태분석: μυριετη (어간) + ς (어미)

어원: ἔτος

  1. of, years: of countless years

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μυριετής

(이)가

μυρίετες

(것)가

속격 μυριετούς

(이)의

μυριέτους

(것)의

여격 μυριετεί

(이)에게

μυριέτει

(것)에게

대격 μυριετή

(이)를

μυρίετες

(것)를

호격 μυριετές

(이)야

μυρίετες

(것)야

쌍수주/대/호 μυριετεί

(이)들이

μυριέτει

(것)들이

속/여 μυριετοίν

(이)들의

μυριέτοιν

(것)들의

복수주격 μυριετείς

(이)들이

μυριέτη

(것)들이

속격 μυριετών

(이)들의

μυριέτων

(것)들의

여격 μυριετέσι(ν)

(이)들에게

μυριέτεσι(ν)

(것)들에게

대격 μυριετείς

(이)들을

μυριέτη

(것)들을

호격 μυριετείς

(이)들아

μυριέτη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν καλόν, ὡς ἔλαβες, κομίσαις πάλι πρός με θεωρὸν Εὐφραγόρην, ἀνέμων πρηϋ´τατε Ζέφυρε, εἰς ὀλίγων τείνας μηνῶν μέτρον ὡς καὶ ὁ μικρὸς μυριέτης κέκριται τῷ φιλέοντι χρόνος. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1711)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1711)

  • Γλαῦκος ὁ νησαίοιο διαπλώουσιν ὁδηγὸς πορθμοῦ, καὶ Θασίων ἔντροφος αἰγιαλῶν, πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος, οὐδ, ὅτ ἔκνωσσεν, πλαζομένῃ στρωφῶν πηδάλιον παλάμῃ, μυριέτης, ἁλίοιο βίου ῥάκος, οὐδ , ὅτ ἔμελλεν θνῄσκειν, ἐκτὸς ἔβη γηραλέης σανίδος: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2421)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2421)

유의어

  1. of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION