Ancient Greek-English Dictionary Language

μυριετής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μυριετής μυριετές

Structure: μυριετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)/tos

Sense

  1. of, years: of countless years

Examples

  • τὸν καλόν, ὡσ ἔλαβεσ, κομίσαισ πάλι πρόσ με θεωρὸν Εὐφραγόρην, ἀνέμων πρηΰτατε Ζέφυρε, εἰσ ὀλίγων τείνασ μηνῶν μέτρον ὡσ καὶ ὁ μικρὸσ μυριέτησ κέκριται τῷ φιλέοντι χρόνοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1711)
  • Γλαῦκοσ ὁ νησαίοιο διαπλώουσιν ὁδηγὸσ πορθμοῦ, καὶ Θασίων ἔντροφοσ αἰγιαλῶν, πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιοσ, οὐδ’, ὅτ’ ἔκνωσσεν, πλαζομένῃ στρωφῶν πηδάλιον παλάμῃ, μυριέτησ, ἁλίοιο βίου ῥάκοσ, οὐδ’ , ὅτ’ ἔμελλεν θνῄσκειν, ἐκτὸσ ἔβη γηραλέησ σανίδοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2421)

Synonyms

  1. of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION