Ancient Greek-English Dictionary Language

μητροκτονέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μητροκτονέω

Structure: μητροκτονέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from mhtrokto/nos

Sense

  1. to kill one's mother

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μητροκτονῶ μητροκτονεῖς μητροκτονεῖ
Dual μητροκτονεῖτον μητροκτονεῖτον
Plural μητροκτονοῦμεν μητροκτονεῖτε μητροκτονοῦσιν*
SubjunctiveSingular μητροκτονῶ μητροκτονῇς μητροκτονῇ
Dual μητροκτονῆτον μητροκτονῆτον
Plural μητροκτονῶμεν μητροκτονῆτε μητροκτονῶσιν*
OptativeSingular μητροκτονοῖμι μητροκτονοῖς μητροκτονοῖ
Dual μητροκτονοῖτον μητροκτονοίτην
Plural μητροκτονοῖμεν μητροκτονοῖτε μητροκτονοῖεν
ImperativeSingular μητροκτόνει μητροκτονείτω
Dual μητροκτονεῖτον μητροκτονείτων
Plural μητροκτονεῖτε μητροκτονούντων, μητροκτονείτωσαν
Infinitive μητροκτονεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
μητροκτονων μητροκτονουντος μητροκτονουσα μητροκτονουσης μητροκτονουν μητροκτονουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μητροκτονοῦμαι μητροκτονεῖ, μητροκτονῇ μητροκτονεῖται
Dual μητροκτονεῖσθον μητροκτονεῖσθον
Plural μητροκτονούμεθα μητροκτονεῖσθε μητροκτονοῦνται
SubjunctiveSingular μητροκτονῶμαι μητροκτονῇ μητροκτονῆται
Dual μητροκτονῆσθον μητροκτονῆσθον
Plural μητροκτονώμεθα μητροκτονῆσθε μητροκτονῶνται
OptativeSingular μητροκτονοίμην μητροκτονοῖο μητροκτονοῖτο
Dual μητροκτονοῖσθον μητροκτονοίσθην
Plural μητροκτονοίμεθα μητροκτονοῖσθε μητροκτονοῖντο
ImperativeSingular μητροκτονοῦ μητροκτονείσθω
Dual μητροκτονεῖσθον μητροκτονείσθων
Plural μητροκτονεῖσθε μητροκτονείσθων, μητροκτονείσθωσαν
Infinitive μητροκτονεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μητροκτονουμενος μητροκτονουμενου μητροκτονουμενη μητροκτονουμενης μητροκτονουμενον μητροκτονουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to kill one's mother

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION