헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μήλειος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μήλειος μήλειον

형태분석: μηλει (어간) + ος (어미)

어원: mh=lon

  1. of a sheep, of sheep

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μήλειος

(이)가

μήλειον

(것)가

속격 μηλείου

(이)의

μηλείου

(것)의

여격 μηλείῳ

(이)에게

μηλείῳ

(것)에게

대격 μήλειον

(이)를

μήλειον

(것)를

호격 μήλειε

(이)야

μήλειον

(것)야

쌍수주/대/호 μηλείω

(이)들이

μηλείω

(것)들이

속/여 μηλείοιν

(이)들의

μηλείοιν

(것)들의

복수주격 μήλειοι

(이)들이

μήλεια

(것)들이

속격 μηλείων

(이)들의

μηλείων

(것)들의

여격 μηλείοις

(이)들에게

μηλείοις

(것)들에게

대격 μηλείους

(이)들을

μήλεια

(것)들을

호격 μήλειοι

(이)들아

μήλεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νυκτὸσ δὲ τῆσδε πρὸσ τάφον μολὼν πατρὸσ δάκρυά τ’ ἔδωκα καὶ κόμησ ἀπηρξάμην πυρᾷ τ’ ἐπέσφαξ’ αἷμα μηλείου φόνου, λαθὼν τυράννουσ οἳ κρατοῦσι τῆσδε γῆσ. (Euripides, episode 5:4)

    (에우리피데스, episode 5:4)

  • αὐτοῖσ μηλείοισ θήκαθ’ ὑπὸ προγόνοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 71 9:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 71 9:1)

  • οὐδ’ ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντεσ εἰώθασι δονεῖν ψήφουσ αἴθωνι λυγισμῷ ἄρθρων μηλείων τ’ ἐπ’ ἄγρην δωρήματα βάλλειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

  • οἱ δ’ ἱερεῖσ οὕτω δυσχεραίνουσι τὴν τῶν περιττωμάτων φύσιν, ὥστε μὴ μόνον παραιτεῖσθαι τῶν ὀσπρίων τὰ πολλὰ καὶ τῶν κρεῶν τὰ μήλεια καὶ ὑειά, πολλὴν ποιοῦντα περίττωσιν, ἀλλὰ καὶ τοὺσ ἅλασ τῶν σιτίων ἐν ταῖσ ἁγνείαισ ἀφαιρεῖν, ἄλλασ τε πλείονασ αἰτίασ ἔχοντασ καὶ τὸ ποτικωτέρουσ καὶ βρωτικωτέρουσ ποιεῖν ἐπιθήγοντασ τὴν ὄρεξιν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 51)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 51)

  • δὴ τότε δ’ ἤδη τῆμοσ ὑφ’ Ἡρακλῆι δαϊχθεὶσ μήλειον βέβλητο ποτὶ στύποσ· (Apollodorus, Argonautica, book 4 22:18)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 22:18)

유의어

  1. of a sheep

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION