Ancient Greek-English Dictionary Language

μετρητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μετρητός μετρητή μετρητόν

Structure: μετρητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: metre/w

Sense

  1. measurable

Examples

  • πότερον οὖν, καθάπερ ἐν τῷ σοφιστῇ προσηναγκάσαμεν εἶναι τὸ μὴ ὄν, ἐπειδὴ κατὰ τοῦτο διέφυγεν ἡμᾶσ ὁ λόγοσ, οὕτω καὶ νῦν τὸ πλέον αὖ καὶ ἔλαττον μετρητὰ προσαναγκαστέον γίγνεσθαι μὴ πρὸσ ἄλληλα μόνον ἀλλὰ καὶ πρὸσ τὴν τοῦ μετρίου γένεσιν; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 164:4)
  • ἆρ’ οὖν οὐ δοκεῖ σοι ταῦτα εἶναι πάντα μετρητὰ πρὸσ ἄλληλα; (Plato, Laws, book 7 197:13)
  • καὶ προελθόντι μικρὸν ἡ πόλισ αὖθισ ὥσπερ παραπέμπουσα ἀναφαίνεται, καὶ γίγνεται δι’ ἐλάττονοσ ἐνταῦθα ἤδη ἀριθμητὰ καὶ μετρητὰ τὰ κάλλη αὐτῆσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:1)

Synonyms

  1. measurable

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION